κυκνίας

Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἀετός, , a kind of white eagle, Paus.8.17.3.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνίας: ἀετός, ὁ, εἶδος λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3.

Greek Monolingual

κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας)
είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκινίας, κοχλίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω του λευκού χρώματός του].

German (Pape)

ὁ, ἀετός, der weiße Adler, Schwanenadler, Paus. 8.17.3.