καρκινίας
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
-ου, ὁ, crab-coloured gem, Plin.HN37.187.
German (Pape)
[Seite 1327] ὁ, λίθος, ein Stein von der Farbe des Meerkrebses, Plin. H. N. 37, 11, 72.
Greek (Liddell-Scott)
καρκῐνίας: -ου, ὁ, λίθος πολύτιμος ἔχων χρῶμα καρκίνου, Πλίν. Η. Ν. 37. 72.
Greek Monolingual
καρκινίας, ὁ (Α) καρκίνος
πολύτιμος λίθος με χρώμα παρεμφερές με αυτό του καρκίνου, δηλ. του κάβουρα.