ἀγρώσσω

Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Ep. for ἀγρεύω, only in pres., catch, ἀγρώσσων ἰχθῦς Od.5.53; freq. in Opp., H.3.339,543, al., cf. Call.Ap.60, Lyc.598, etc.: abs., go hunting, Opp.C.1.129:—Pass., Id.H.3.415, 4.565.

Spanish (DGE)

capturar, cazar o pescar según el cont. (tal vez en origen ojear la presa) ἰχθῦς Od.5.53, cf. Opp.H.3.339, 543, Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα Call.Ap.60, cf. Lyc.598. Nic.Th.416
fig. Ἔρωτες ... ἀγρώσσουσι γυναῖκα Nonn.D.48.286
abs. ir de caza Lyc.499, Euph.87.3, Opp.C.1.129, Nonn.D.42.163.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
chasser, pêcher.
Étymologie: ἄγρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώσσω: хватать, ловить (ἰχθῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώσσω: Ἐπ. ἀντὶ ἀγρεύω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συλλαμβάνω· ἀγρώσσων ἰχθῦς, Ὀδ. Ε, 53· συχν. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 3. 339, 543, κτλ.: - οὕτω Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 60, Λυκόφρ., κτλ: - ἀπολ., ἐξέρχομαι ἐπὶ θήραν, Ὀππ. Κ. 1. 129: - Παθ., συλλαμβάνομαι, Ὀππ. Ἁλ. 3. 415., 4. 565.

English (Autenrieth)

(ἄγρα): catch, intensive; of the sea-gullever catchingfish, Od. 5.53†.

Greek Monotonic

ἀγρώσσω: μόνο στον ενεστ., Επικ. αντί ἀγρεύω, συλλαμβάνω, ψαρεύω, αλιεύω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[epic for ἀγρεύω
to catch fish, Od.

German (Pape)

ἀγρεύω, jagen, fangen, Hom. nur Od. 5.53, von einem Vogel, ὃς ἰχθῦς ἀγρώσσων πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ; – Lyc. 499, 598; Call. Apol. 60 Ἄρτεμις ἀγρώσσουσα, wie Nonn. D. 16.130; vgl. Opp. C. 1.129 (wo vor Schneider das med. stand); Nic. Th. 416.