λυγιστός
Greek (Liddell-Scott)
λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.