λυγιστός

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.

German (Pape)

gebogen, zu biegen, biegsam.