σειστός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
σειστή, σειστόν,
A shaken, Ar.Ach.346.
II pendant, of earrings, ἐνώτια χρυσᾶ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ IG11(2).203 B69 (Delos, iii B.C.), cf. 287 B 28 (iii B.C.), Inscr.Délos 442 B 4 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 869] erschüttert, geschüttelt, Ar. Ach. 327; dah. wankend, schwankend, bebend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ébranlé, secoué.
Étymologie: σείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειστός -ή -όν [σείω] geschud, uitgeschud.
Russian (Dvoretsky)
σειστός: [adj. verb. к σείω вытряхнутый Arph.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σειστός, -ή, -όν, ΝΜΑ σείω
αυτός που σείεται, που κουνιέται, που ταλαντεύεται (α. «κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει», Γρυπ.
β. «ὡς ὅδε γε σειστὸς ἄμα τῇ στροφῇ γίγνεται», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του με τη δράση μιας σεισμικής δόνησης
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κουνιέται, που λικνίζεται όταν περπατά, λικνιστός, κουνιστός, καμαρωτός
αρχ.
(για σκουλαρίκι) αυτός που κρέμεται, ο κρεμαστός («ἐνώτια χρυσᾱ σειστὰ ἐγ κιβωτίῳ», επιγρ.).
Greek Monotonic
σειστός: -ή, -όν (σείω), αυτός που έχει ταρακουνηθεί, τρανταγμένος, κουνημένος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σειστός: -ή, -όν, (σείω) ὁ σειόμενος, «τρεμουλιαστός», Ἀριστοφ. Ἀχ. 346. II. σειστός, ὁ, ὡς οὐσιαστ., κόσμημα γυναικός, Βυζ. ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 348.