λυχναῖος

Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

α, ον, A of a lamp, φῶς Procl.Sacr.p.149 B. II λυχναῖος καὶ λυχνεύς ὁ διαυγὴς λίθος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λυχναῖος: λίθος, ὁ, = λυχνίτης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυχναῖος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία
2. λυχνεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου].

German (Pape)

sc. λίθος, = λυχνίτης, eine parische Marmorart, Phot.