θηλύνους

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for θηλύνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.

Greek Monolingual

θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].

English (Woodhouse)

(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish

German (Pape)

zusammengezogen aus θηλύνοος.