καταφυσάω

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

A spray, besprinkle, σμῆνος οἴνῳ Arist.HA627b15; [ἰσχίον] οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hippiatr.30. 2 discharge, κ. τὸν θορόν (sc. τῇ θηλείᾳ) Arist.HA544a4 (v.l. θολόν).

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡσάω: διὰ τοῦ φυσήματος ἐκχέω, ἐξακοντίζω, φυσῶν ῥαντίζω, κ. τὸ σμῆνος οἴνῳ οἱ μελιττουργοὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· ἀλλά, κ. τὸν θολόν, ἐκτινάσσω, ἐκχέω τὸν χυμὸν τῆς σηπίας, αὐτόθι 5. 12, 1. 2) φυσῶ ἐπί τινος, καταφρονητικῶς μεταχειρίζομαι, ἐμπτύω, κατ. καὶ καταναθεματίζειν τινὰ Ἐπιφάν.

Russian (Dvoretsky)

καταφῡσάω: обдавать брызгами, обрызгивать (τὸ σμῆνος οἴνῳ Arst.).

German (Pape)

[ῡ], darauf blasen, anblasen, οἴνῳ, besprudeln, Arist. H.A. 9.10, vgl. 5.12.