συναλιάζω
English (LSJ)
Dor. 3 sg. aor. ξυναλίαξε, (> ἁλία) = συναλίζω (bring together, collect, assemble, come together, associate with others, eat salt with, eat at the same table with)¹, Ar. Lys. 93.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω
Russian (Dvoretsky)
συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
German (Pape)
[ᾱλ], = συναλίζω; τὰς δ' αὖ συναλίαζε τόνδε τὸν στόλον Ar. Lys. 93.