συναγαπάω

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

love along with, [τοῖς φίλοις] τοὺς φίλους Plb.1.14.4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀγαπάω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγᾰπάω: вместе любить: σ. τινί τινα Polyb. разделять с кем-л. любовь к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγᾰπάω: ἀγαπῶ ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς φίλοις τοὺς φίλους Πολύβ. 1. 14, 4.

Greek Monotonic

συνᾰγᾰπάω: μέλ. -ήσω, αγαπώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to love along with, τινί Polyb.

German (Pape)

mit od. zugleich lieben, τοῖς φίλοις τοὺς φίλους, Pol. 1.14.4.