αἱμοβαφής

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

-ές, bathed in blood, S.Aj.219 (anap.), Nonn.D.2.52; τελαμῶνες Sor.1.28.

Spanish (DGE)

(αἱμοβᾰφής) -ές
teñido de sangre σφάγια S.Ai.219, τελαμῶνες Sor.18.36, αὐχήν Nonn.D.2.52
neutr. subst. Eust.1895.34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint de sang, sanglant.
Étymologie: αἷμα, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμοβαφής -ές αἷμα, βάπτω in bloed gedoopt.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοβᾰφής: облитый кровью, окровавленный (σφάγια Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι, Σοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

Greek Monotonic

αἱμοβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που είναι βαπτισμένος σε αίμα, σε Σοφ.

Middle Liddell

βάπτω
bathed in blood, Soph.

German (Pape)

in Blut getaucht, blutig, σφάγια Soph. Aj. 219; Nonn.