γλεύκινος

Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

η, ον, A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γ. ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46. 2 partly fermented, οἶνος Gal.UP4.3.

Spanish (DGE)

-η, -ον
hecho con una mezcla de mosto y aceite ὁ οἶνος ὁ γ. prob. mosto o vino a medio fermentar Gal.3.270
oleum gleucinum, cocción de aceite y mosto Colum.12.53, Plin.HN 15.29, 23.91, γ. ἔλαιον Aët.12.55 (p.94)
subst. τό γ. n. de un preparado con aceite Androm. en Gal.13.1039, Dsc.1.57, Cyran.4.76.3.

Russian (Dvoretsky)

γλεύκινος: досл. приготовленный из сусла, перен. не подвергшийся брожению, не перебродивший (ἔλαιον Col., Plin.).

Greek (Liddell-Scott)

γλεύκινος: -η, -ον, ὁ ἐκ γλεύκους, ἤτοι «μούστου», πεποιημένος, μύρον Διοσκ. 1. 67.

Greek Monolingual

γλεύκινος, -η, -ον (Α) γλεύκος
1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον»)
2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση
3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής.

German (Pape)

von Most, μύρον, οἶνος, Diosc. und andere Spätere