γλεύκινος
English (LSJ)
η, ον,
A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γλεύκινον ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46.
2 partly fermented, οἶνος Gal.UP4.3.
Spanish (DGE)
-η, -ον
hecho con una mezcla de mosto y aceite ὁ οἶνος ὁ γ. prob. mosto o vino a medio fermentar Gal.3.270
•oleum gleucinum, cocción de aceite y mosto Colum.12.53, Plin.HN 15.29, 23.91, γλεύκινον ἔλαιον Aët.12.55 (p.94)
•subst. τό γλεύκινον n. de un preparado con aceite Androm. en Gal.13.1039, Dsc.1.57, Cyran.4.76.3.
German (Pape)
von Most, μύρον, οἶνος, Diosc. und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
γλεύκινος: досл. приготовленный из сусла, перен. не подвергшийся брожению, не перебродивший (ἔλαιον Col., Plin.).
Greek (Liddell-Scott)
γλεύκινος: -η, -ον, ὁ ἐκ γλεύκους, ἤτοι «μούστου», πεποιημένος, μύρον Διοσκ. 1. 67.
Greek Monolingual
γλεύκινος, -η, -ον (Α) γλεύκος
1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον»)
2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση
3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής.