τρωγλῖτις

Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, a kind of myrrh, Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; ἶρις τρωγλῖτις Gp.7.30.1; and τρωγλοδυτική, Dsc.1.64.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος σμύρνης, σμύρνα τρωγλῖτις Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 40., 2. σ. 142, 4, σ. 223, κ. ἀλλαχοῦ· ἐνίοτε φέρεται τρωγλοδύτις, ὡς παρὰ Γαληνῷ τ. 13, σ. 885, καὶ τρωγλοδυτικὴ ἐν Διοσκ. 1. 77.

Spanish

troglitis

Greek Monolingual

(II)
-ίτιδος, η, ΜΑ
το φυτό σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία].

Léxico de magia

troglitis cierta clase de mirra ἐπιθύων πάλιν τρωγλῖτιν ζμύρναν τῷ αὐτῷ σχήματι quema de nuevo mirra troglitis de la misma manera P I 72 ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· τ. ζμύρνα δραχμαὶ δʹ, ἰσχάδας Καρικὰς γʹ ésta es también la preparación de la tinta: cuatro dracmas de mirra troglitis, tres higos secos de Caria P I 243

German (Pape)

ἡ, eine Art Myrrhe, auch τρωγλοδῦτις, Sp.