κουφόπους

Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, lightfooted, Hsch.s.v. ψαυκρόποδα.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόπους: ουν, ἐλαφρόπους, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ψαυκρόποδα.

Greek Monolingual

κουφόπους, -ουν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ελαφρός στα πόδια, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + πούς (πρβλ. βραδύπους, ωκύπους)].

German (Pape)

ποδος, leichtfüßig, Hesych.