πελαγῖτις

Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj. of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».

Greek Monotonic

πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu πελαγίτης.