πελαγίτης

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

German (Pape)

[Seite 548] ὁ, fem. ῖτις, ιδος, ἡ, vom hohen Meere, auf dem hohen Meere, νᾶες, Hel. 80 (XII, 53).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πελαγῖτις, -ίτιδος, ΜΑ
μσν.
πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος
αρχ.
αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. αιγιαλ-ίτης, ωκεαν-ίτις)].