διοικήτρια

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, housekeeper, Sch.Ar. Ec.212.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ama de casa Hsch.s.u. ταμίη, Sch.Ar.Ec.212, Sch.E.Hipp.964D.

Greek (Liddell-Scott)

διοικήτρια: ἡ, ἡ τὸν οἶκον διευθύνουσα, οἰκονόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 212.

Greek Monolingual

διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του διοικητής.

German (Pape)

ἡ, Verwalterin, Schol. Ar. Eccl. 212.