τρισσοφαής

Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek (Liddell-Scott)

τρισσοφαής: -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με τρεις πηγές φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φαής (< φᾶος «φως»), πρβλ. ἑπτα-φαής].

German (Pape)

ές, = τρισσόφωτος, Greg.Naz.