τρισσοφαής
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Greek (Liddell-Scott)
τρισσοφαής: -ές, μὲ τριπλοῦν φῶς, περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 35, 166.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για την Αγία Τριάδα) αυτή που λάμπει με τριπλό φώς, με τρεις πηγές φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + -φαής (< φᾶος «φως»), πρβλ. ἑπταφαής].
German (Pape)
ές, = τρισσόφωτος, Greg.Naz.