συνοικητήρ

Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς σ. Semon.7.102.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικητήρ: ῆρος, ὁ, σύνοικος, συγκάτοικος, Λατιν. contubernalis, λιμός, ἐχθρὸς σ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 102· ― οὕτω συνοικήτωρ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 833.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινη-τήρ)].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = συνοικητής, Simond. mul. 102.