τρικύλιστος

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, = τρικυλίνδητος (thrice-rolled) ; metaph, easily influenced, Epicur. Fr. 125.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκύλιστος: (ῠ) катящийся с утроенной скоростью, т. е. с величайшей поспешностью или стремительностью Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκύλιστος: -ον, = τῷ προηγ., ἐὰν μὴ ὑμεῖς πρὸς ἐμὲ ἀφίκησθε, αὐτὸς τρικύλιστος ὅπου ἂν ὑμεῖς... παρακαλῆτε ὠθεῖσθαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρικυλίνδητος
2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)].

German (Pape)

τρικυλίνδητος, Epicur. bei DL. 10.5.