ἐναπορρίπτω

Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).

Spanish (DGE)

tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.

Greek Monolingual

ἐναπορρίπτω (AM)
απορρίπτω, πετώ μέσα σε κάτι.

German (Pape)

hineinwerfen, Sp.