λιχανοειδής

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τόπος, ὁ, locus of the λίχανος II, Aristox. Harm. p. 26 M.; ὁ λ. φθόγγος the highest note of a πυκνόν, Bacch. Harm. 43, cf. Aristid.Quint. 1.6.

Greek Monolingual

λιχανοειδής, -ές (Α) λιχανός
φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» — το σημείο της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός. ο δείκτης του χεριού
β) «λιχανοειδής φθόγγος» — ο υψηλότερος φθόγγος του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη μουσική.

German (Pape)

s. s.v. λιχανός.