Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίχανος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. χορδή;
1 corde de la lyre qu'on touchait avec l'index de la main gauche;
2 son de cette corde.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.

Greek Monolingual

λίχανος, ἡ (Α)
1. η τελευταία χορδή της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.)
2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση αυτής της χορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχανός, με αναβιβασμό του τόνου].