εὐσυναλλαξία

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, fair dealing, Stoic.3.64,67.

Greek Monolingual

εὐσυναλλαξία, ἡ (Α) ευσυνάλλακτος
η ευθύτητα, η εντιμότητα στις συναλλαγές.

German (Pape)

ἡ, Umgänglichkeit, ἕξις ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον, Andronic.