τυραννοφόνος

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοφόνος: ὁ Anth. = τυραννοκτόνος.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.

Middle Liddell

τῠραννο-φόνος, ον, [*φένω
slaying tyrants, Anth.

German (Pape)

Tyrannen tötend, Bian. 14 (VII.388).