ἀκαταπόνητος

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκαταπόνατος Philol.B 21
1 indestructible, inagotable (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable Nicom. en Theol.Ar.15, cf. Sch.Pi.O.2.60a.
2 invencible ref. a un anillo mágico δύναμις PMag.12.259.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπόνητος, -ον)
αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταπονῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία].

German (Pape)

unbezwinglich, Schol. oft.