νυκταλωπίασις

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

εως, ἡ, night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.

Greek Monolingual

νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.

German (Pape)

[ιᾱ], ἡ, = νυκταλωπία, sp. Medic.