νυκταλωπίασις
English (LSJ)
εως, ἡ, night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.
Greek Monolingual
νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.
German (Pape)
[ιᾱ], ἡ, = νυκταλωπία, sp. Medic.
εως, ἡ, night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.
νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.
[ιᾱ], ἡ, = νυκταλωπία, sp. Medic.