and ὤδῠσις, εως, ἡ, anger, wrath, Hsch.; cf. Οδύσσομαι.
ὠδῠσίη: καὶ ὤδῠσις, ἡ, «ὀργή, μέμψις» Ἡσύχ., πρβλ. ὀδύσσομαι.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὀργή, μέμμις».
ἡ, Zorn, Groll, Unwille, Mißbilligung, Vetera Lexica.