ὀδύσσομαι
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
or *ὀδυίομαι, Ep. Verb, only used in aor. 1 Med. ὀδύσασθαι (aor. Pass. ὀδυσθῆναι Hsch.), and once in pf. Pass. ὀδώδυσται, Od.5.423:—to be wroth against, hate, c. dat. pers., τῷ μὲν ἔπειτ' ὀδύσαντο θεοί Il.6.138; esp. as the mythic origin of the name Ὀδυσσεύς, as hated by gods and men, τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ; Od.1.62; τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων.. ὠδύσατ' ἐκπάγλως; 5.340; πολλοῖσιν γὰρ ἔγωγε ὀδυσσάμενος.. ἱκάνω..· τῷ δ' Ὀδυσεὺς ὄνομ' ἔστω ἐπώνυμον 19.407-9, cf. S.Fr.965; also Βριάρεῳ.. πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ Hes.Th.617: abs., ὀδυσσαμένοιο τεοῖο Il.8.37: later, c. acc., ὠδύσατο Ζῆνα Hom. Epigr.6.8; τί.. ἐμὴν ὠδύσσαο νηδύν; AP9.117.—Ep. Verb, borrowed once by Sophocles in reference to Odysseus.
German (Pape)
[Seite 295] vgl. das lat. odi), zürnen, grollen; nur aor. u. perf.; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο Ζεῦ; Od. 1, 62; τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ὠδύσατ' ἐκπάγλως, 5, 340; ὥς μοι ὀδώδυσται κλυτὸς Ἐννοσίγαιος, ib. 423; u. so von dem Zürnen der Götter, im aor., Od. 19, 275 Il. 18, 292. 6, 138; ὀδυσσαμένοιο τεοῖο, in der Anrede an Zeus, 8, 37. 468. Nur Od. 19, 407, πολλοῖσιν γὰρ ἔγωγε ὀδυσσάμενος τόδ' ἱκάνω, von einem Menschen, und, wie es scheint, in pass. Bdtg, verfeindet, verhaßt; ὠδύσαντο ἐμοί, Soph. frg. 408; mit dem accus. construirt, Statil. Flacc. 10 (IX, 117), τί τοσοῦτον ἐμὴν ὠδύσσαο νηδύν.
French (Bailly abrégé)
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ὀδώδυσται et ao. Moy. ὠδυσάμην;
I. 1 intr. à l'ao. et au pf. se fâcher, être irrité contre, τινι;
2 tr., à l'ao. irriter, acc.;
II. Pass. être irrité.
Étymologie: ὀδύνη.
Russian (Dvoretsky)
οδύσσομαι: (только aor. med. ὠδῠσάμην и pf. med. = praes. ὀδώδυσμαι)
1 сердиться, гневаться (τινι Hom., Hes.);
2 раздражать, сердить (τινα Hom., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀδύσσομαι: Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. α΄ ὀδύσασθαι (ὁ Ἡσύχ. ἐκτὸς τοῦ μέσου ἀορίστου ἔχει καὶ ἀπαρέμφ. παθ. ἀορ. ὀδυσθῆναι ὅπερ ἑρμηνεύει: «ὀδύσασθαι. χολωθῆναι, θυμωθῆναι, ὀργισθῆναι»), καὶ ἅπαξ ἐν τῷ παθ. πρκμ. ὀδώδυσται· (ἴδε ἐν τέλ.). Χολοῦμαι, ὀργίζομαι ἐναντίον τινός, μέμφομαι, μισῶ, μετὰ δοτ. προσ., τῷ μὲν ἔπειτ’ ὀδύσαντο θεοὶ Ἰλ. Ζ. 138· ἰδίως ὡς μυθικὴ ἀρχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ὀδυσσέως, ὡς μισουμένου ὑπὸ θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων, (πρβλ. Ἀχιλλεύς, ἄχος), τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο Ζεῦ; Ὀδ. Α. 62· τίπτε μοι ὧδε Ποσειδάων... ὠδύσατ’ ἐκπάγλως; Ε. 340· πολλοῖσιν γὰρ ἔγωγε ὀδυσσάμενος... ἱκάνω...· τῷ δ’ Ὀδυσεὺς ὄνομ’ ἔστω ἐπώνυμον (ὅπου λαμβάνει οἱονεὶ παθητ. σημασ., ἔχω παράσχει αἰτίαν δυσαρεσκείας) Τ. 407-9, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 408· οὕτω καὶ Βριάρεῳ... πατὴρ ὠδύσσατο θυμῷ Ἡσ. Θ. 617· ― ἀπολ., ὀδυσσαμένοιο τεοῖο Ἰλ. Θ. 37, 468· ― μεθ’ Ὅμ. κατ’ αἰτ., ὠδύσατο Ζῆνα Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 6. 8· τί... ἐμὴν ὠδύσσαο νηδύν; Ἀνθ. Π. 9. 117. ― Ἐπικ. ῥῆμα, ὅπερ παραλαμβάνει ἅπαξ ὁ Σοφ. ― (Τὸ ο φαίνεται ὅτι εἶναι εὐφωνικὸν προθεματικὸν ὡς ἐν τῷ ὀδύρομαι, κτλ.· ὥστε ἡ ῥίζα εἶναι ΔΥΣ, πρβλ. Σανσκρ. dvish, dvèsh-mi (odi), dvish, dvesh-as (odium· ― ἴδε ἐν λέξ. δυσ-).
English (Autenrieth)
aor. ὠδύσαο, -ατο, ὀδύσαντο, part. ὀδυσσάμενος, perf. ὀδώδυσται: be incensed with, hate, τινί, mostly of gods; w. reciprocal meaning, Od. 19.407; pass., Od. 5.423.
Greek Monotonic
ὀδύσσομαι: Επικ. ρήμα, μόνο σε βʹ και γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ ὠδύσαο, -ατο, γʹ πληθ. ὀδύσαντο, μτχ. ὀδυσσάμενος·, είμαι εξοργισμένος εναντίον κάποιου, θυμώνω, μισώ κάποιον, με δοτ., σε Όμηρ., Ησίοδ. (πιθ. από √ΔΥΣ, με το πρόθημα ὀ· το Ὀδυσσεύς παράγεται απ' αυτήν, βλ. Ομήρ. Οδ. 19. 407 κ.ε.).
Middle Liddell
[Prob. from the Root δυσ- with ο) prefixed. Ὀδυσσεύς is derived from it, v. Od. 19. 407 sq.] [epic verb, only in aor1 Mid.]
to be wroth against, to hate another, c. dat., Hom., Hes.
Greek Monolingual
ὀδύσσομαι, ὀδύσομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α)
1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω
2. μισώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. ὀδύομαι (πρβλ. ηπύω, ιδρύω, μεθύω). Το ρ. ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό ὀδυς, το οποίο ανάγεται στην ΙΕ ρίζα od- «μίσος, αποστροφή» (πρβλ. λατ. ο
dium «μίσος, απέχθεια», odi «μισώ», αρμ. ateam «μισώ», αγγλοσαξ. atol, αρχ. νορβ. atall «σκληρός, φοβερός»). Τέλος, δεν φαίνεται πιθ. η άποψη ότι η ρίζα od- «μίσος» συνδέεται με τη ρίζα od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. όζω)].