ποτόν
German (Pape)
[Seite 690] τό, das, was man trinkt, der Trank; κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, Il. 1, 470 u. öfter; ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες, Od. 2, 341; Aesch. Pers. 607 Eum. 665; übh. das Naß, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ, Pers. 479; Soph. u. Eur. oft, ποτὸν κρηναῖον, Quelle, Soph. Phil. 21; vgl. Meineke Theocr. 13, 46; u. in Prosa, σιτία καὶ ποτά, Plat. Prot. 334 a u. öfter, wie Xen., vgl. An. 2, 3, 27. 7, 1, 33 Mem. 2, 1, 33; Folgde.
Spanish
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτὶ τον, Α
(λακων. τ.) προς τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τον < ποτί με αποκοπή πριν από το άρθρο τον].
Russian (Dvoretsky)
ποτόν: τό
1 питье, напиток (σῖτα καὶ ποτά Her.): τῷ ποτῷ χρησάμενος Her. напившись (вина);
2 влага, вода (Σκαμάνδρου π. Aesch.; π. κρηναῖον Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτόν, τό zie ποτός.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
τό bebida λαβὼν σφηκαλέοντας τοὺς ἐν τῇ ἀράχνῃ, λειώσας ἐπὶ π. δὸς πεῖν toma avispas-león que estén en una tela de araña, machácalas en una bebida y dalas a beber P XIII 320 βάλε ἅλατος καὶ οἰνομέλιτος δύο χοίνικας ποιῶν ποτόν echa dos quénices de sal y vino con miel y haz una bebida P LXIII 4