ψυχρασία

Revision as of 17:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ἡ, a making cold, Epicur.Ep.2p.49U., Fr.59.

German (Pape)

[Seite 1404] ἡ, das Kühlen, Abkühlen, Epicur. bei D. L. 10, 107; – das Erkalten, Kaltwerden, Plut. adv. Gal. 6.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρᾰσία:
1 охлаждение, остывание Plut.;
2 охлаждение, остуживание Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρᾰσία: ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, ψύχρανσις, Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ψύχρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός, κατά τα θηλ. σε -(α)σία (πρβλ. ξηρασία)].