ἐκκεχυμένως

Revision as of 18:11, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass. of ἐκχέω, profusely, extravagantly, ἐ. ζῆν Isoc.15.207; ἐ. λέγειν without reserve, Pl.Euthphr.3d; ἀγαπᾶν Aristaenet.2.16; πράττειν τι Just.Nov.74.4.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de ἐκχέω con derroche, desenfrenadamente ζῆν Isoc.15.207, κολακεύειν Plu.Eum.13, ἀναλίσκειν Lib.Or.11.135, cf. D.S.33.9, Poll.3.129
profusamente, sin reservas ἐ. παντὶ ἀνδρὶ λέγειν Pl.Euthphr.3d, λίαν ἐ. ἠγάπων Aristaenet.2.16.18, ἐ. πρὸς τὰ πένθη διάκειμαι Iambl.VP 123, μὴ ... ἐ. καὶ ἀναποδείκτως τοῦτο πραττέτω Iust.Nou.74.4.

German (Pape)

[Seite 762] ausgegossen; λέγειν, aussühklich, Plat. Euthyphr. 3 d; καὶ ῥᾳθύμως ζῆν, ausgelassen, Isocr. 15, 207; ἀγαπᾶν, übermäßig, Aristaen. 2, 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec effusion.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκχέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκεχῠμένως: [part. pf. к ἐκχέω
1 пространно, многословно (λέγειν Plat.);
2 широко, расточительно (ζῆν Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκεχυμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐκχέω, ἀφθόνως, δαψιλῶς, πολυτελῶς, ἐκκεχ. Ζῆν, Λατ. effuse vivere, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 222 (207)· ἐκκεχ. λέγειν, ἀμέτρως, ἀφειδῶς, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ἀγαπᾶν Ἀρισταίν. 2. 16.

Greek Monolingual

ἐκκεχυμένως επίρρ. (Α)
1. άφθονα, πλουσιοπάροχα
2. με πολυτέλεια
3. ανεπιφύλακτα.

Greek Monotonic

ἐκκεχῠμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., άφθονα, πλούσια, υπερβολικά, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[adverb, part. perf. pass. of ἐκχέω
profusely, Plat.