ἐγχθόνιος

Revision as of 19:20, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...)

English (LSJ)

ον, A in the earth, σποδιὴ κειμένη ἐ. Epigr.Gr.298, prob. in AP7.740 (Leon.). II of the country, κύλιξ APl.4.235 (Apollonid.).

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. ἐνχ- GVI 2006.4 (Teos I d.C.)
1 hecho de tierra, de barro κύλιξ op. χρυσέον δέπας AP 16.235 (Apollonid.).
2 como pred. que está en tierra, bajo tierra ὀστέα καὶ σποδιὴ κειμένη ἐ. GVI l.c.

German (Pape)

[Seite 713] inländisch, κύλιξ Apollnd. Plan. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de terre.
Étymologie: ἐν, χθών.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχθόνιος: -ον, ἐν τῇ γῇ, γήινος, σποδιὴ κειμένη ἐγχθ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 298. ΙΙ. ἐγχώριος, κύλιξ Ἀνθολ. Πλαν. 235.

Greek Monotonic

ἐγχθόνιος: -ον, αυτός που είναι μέσα στη ή προέρχεται από τη γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐγ-χθόνιος, ον
in or of the country, Anth.