αἰθριάω
English (LSJ)
A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf. αἰθριάζω. II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.
Spanish (DGE)
pasar la noche al relente, dormir a la intemperie, Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.17 (cj. en ap.crít.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).
Greek Monotonic
αἰθριάω: αμτβ., γίνομαι ανέφελος, καθαρός, λέγεται για τον ουρανό· ὡς δ' ᾐθρίᾱσε, σε Βάβρ.
Middle Liddell
to be clear, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθριάω en αἰθριάζω αἰθρία aan de open lucht blootstellen, luchten.