βαναυσουργία

Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ἡ, handicraft, Plu.Marc.14.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαναυσουργία -ας, ἡ βάναυσος, ἔργον handwerk.

Russian (Dvoretsky)

βᾰναυσουργία:ручной труд, ремесло Plut.

Greek Monolingual

βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.

Greek Monotonic

βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.

Middle Liddell

[*ἔργω
handicraft, Plut.