ремесло
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Russian > Greek
τέχνη, τέχνα, βαλανευτική, δημιουργία, χειροτεχνία, βαναυσία, βαναυσίη, χειροτεχνική, χειρωναξία, χειρωναξίη, βαναυσουργία, χειρουργία, ἔργον