ремесло
From LSJ
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
Russian > Greek
τέχνη, τέχνα, βαλανευτική, δημιουργία, χειροτεχνία, βαναυσία, βαναυσίη, χειροτεχνική, χειρωναξία, χειρωναξίη, βαναυσουργία, χειρουργία, ἔργον