κρόνιππος

Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Greek Monolingual

κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.