Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.