κακόχρους

Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ουν, contr. for κακόχροος.

Greek Monolingual

κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρόχρους, ηδύχρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.

German (Pape)

zusammengezogen aus κακόχροος.