κραταίβολος

Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ον, hurled with violence, E. Ba.1096.

German (Pape)

[Seite 1501] mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v.l. κραταβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίβολος: -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.

Greek Monolingual

κραταίβολος, -ον (Α)
αυτός που εξακοντίζεται με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρόβολος, ιχθύβολος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίβολος -ον [κράτος, βάλλω] met kracht geworpen.