βάλλω
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
fut. βᾰλῶ (in Att. Prose only in compds.), Ion.
A βαλέω Il. 8.403, βαλλήσω Ar.V.222,1491: aor. 2 ἔβᾰλον, Ion. προ-βάλεσκε Od. 5.331; later aor. 1 ἔβαλα LXX 3 Ki.6.1 (5.18); Ep. and Ion. inf. βαλέειν Il.2.414,al., Hdt.2.111,al., but βαλεῖν Il.13.387, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part. βλείς Id.176, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): pf. βέβληκα: plpf. ἐβεβλήκειν, Ep. βεβλήκειν Il.5.661:—Med., Ion. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74: fut. βᾰλοῦμαι (προ-) Ar.Ra.201, (ἐπιβάλλω) Th.6.40, etc., Ep. βαλεῦμαι (ἀμφιβάλλω) Od.22.103: aor. 2 ἐβᾰλόμην, Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68.γ, used mostly in compds.:—Pass., fut. βληθήσομαι X.HG7.5.11, (δια-) E.Hec.863; also βεβλήσομαι Id.Or.271, Hld.2.13, (δια-) D.16.2; part. διαβεβλησόμενος Philostr. VA6.13 (Ep. fut. ξυμβλήσομαι, v. συμβάλλω): aor. ἐβλήθην Hdt.1.34, Th.8.84, etc.: Hom. also has an Ep. aor. Pass., ἔβλητο Il.11.675, ξύμβλητο 14.39; subj. βλήεται Od.17.472; opt. βλῇο or βλεῖο Il.13.288; inf. βλῆσθαι 4.115; part. βλήμενος 15.495: pf. βέβλημαι, Ion. 3pl. βεβλήαται 11.657 (but 3sg. h.Ap.20), opt. διαβεβλῇσθε And.2.24: plpf. ἐβεβλήμην (περιβάλλω) X.HG7.4.22, (ἐξ-) Isoc.18.17; Ion. 3pl. περιεβεβλέατο Hdt.6.25.—Ep. pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
A Act., throw:
I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand, βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495; τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350, cf. 4.473, al.; so even in ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει… δουρί 5.73; and δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς βάλλω ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, βάλλω τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.: βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514: c. dupl. acc. pers. et partis, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583: c. acc. partis only, 5.19,657; so τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν… βάλεν ἰῷ Od.22.15; δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144: c. acc. cogn., ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib.281.
2 less freq. of things, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag.1390: metaph., κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200, cf. HF1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479; ἔβαλλε… οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885 (so Pass., σελήνη… δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122 (Phld.)); strike the senses, of sound, ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535, cf. S.Ant.1188, Ph.205 (lyr.); of smell, ὀσμὴ βάλλω τινά Id.Ant.412; τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας βάλλω Id.Fr.538.
3 metaph., βάλλω τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj.1244, E.El.902, Ar. Th.895; στεφάνοις βάλλω τινά Pi.P.8.57 (hence metaph., praise, Id.O.2.98); φθόνος βάλλει A.Ag.947; φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37.
II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom., βαλὼν βέλος Od.9.495; χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5. 346, cf. Od.20.62; ἐν νηυσὶν… πῦρ βάλλω Il.13.629: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing, οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι… βάλλον 12.155; βέλεσι Od.16.277: in Prose abs., βάλλω ἐπί τινα throw at one, Th.8.75; ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29; ἐπίσκοπα Luc.Am.16; alone, οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis.391a.
2 generally of anything thrown, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314; τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429; [νῆα] βάλλω ποτὶ πέτρας 12.71; εὐνὰς βάλλω throw out the anchor-stones, 9.137; βάλλω σπόρον cast the seed, Theoc.25.26; βάλλω κόπρον POxy.934.9 (iii A. D.): hence βάλλω ἀρούρας manure, PFay.118.21 (ii A. D.): metaph., ὕπνον… ἐπὶ βλεφάροις βάλλω Od.1.364; βάλλω σκότον ὄμμασι E.Ph.1535(lyr.); βάλλω λύπην τινί S.Ph.67.
b of persons, βάλλω τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188; γῆς ἔξω βάλλω S.OT622; βάλλω τινὰ ἄθαπτον Id.Aj.1333; ἄτιμον Id.Ph.1028:—Pass., ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164 (Mel.); βεβλημένος = on a sick-bed, Ev.Matt.8.14: then metaph., ἐς κακὸν βάλλω τινά Od. 12.221; ὅς με μετ'… ἔριδας καὶ νείκεα βάλλω Il.2.376; βάλλω τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr.390, E.Tr.1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ βάλλω τινά, S.OT657, Tr.940 (but in E.Tr.305 βάλλω αἰτίαν ἔς τινα); κινδύνῳ βάλλω τινά A.Th. 1053.
3 let fall, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, cf. 23.697; βάλλω ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 114; κατὰ βλεφάρων βάλλω δάκρυα Thgn. 1206; κατ' ὄσσων E.Hipp.1396; αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλλω A.Fr. 183; βάλλω τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib.576a4; βοῦς βεβληκώς SIG958.7 (Ceos).
4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ὄμματα πρὸς γῆν E.Ion582; πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or.958: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at... Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at... Id.3.8.10.
5 of animals, push forward or in front, τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib.639; βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44: metaph., βάλλω ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12.
6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste, τὼ μὲν… βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574, cf. 17.40, 21.104; μῆλα… ἐν νηΐ βάλλω Od.9.470; ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς βάλλω E.Rh.721 (lyr.); φάσγανον ἐπ' αὐχένος βάλλω Id.Or.51; τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33; βάλλω πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour, οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17; εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβάλλω): metaph., ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513; ὅπως… φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201; ἐν καρδίᾳ βάλλω Pi.O.13.16; but also θυμῷ βάλλω, ἐς θυμὸν βάλλω, lay to heart, A.Pr.706, S.OT975.
b especially of putting round, ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722; of clothes or arms, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις… βάλ' αἰγίδα 18.204; put on, φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5.
c place money on deposit, ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις Ev.Matt.25.27.
d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
7 of dice, throw, τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu.751: metaph., εὖ βάλλειν or καλῶς βάλλειν to be lucky, be successful, Phld.lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
III intr., fall, ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς) ἔβαλε Act.Ap.27.14; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ… τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag.1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε = arrive at... A.R.4.1579; εἴσω βάλλω enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon. ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
2 in familiar language, βάλλ' ἐς κόρακας = away with you!, get the hell out of here!, get lost!, be hanged! Ar.V.835, etc.; βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a, cf. Men.Epit.389.
B Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι = that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op.107; εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ… βάλλεαι Il.9.435; ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v.l. for ἐβόλοντο in Od.1.234; θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610.
2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.; ἐπὶ κάρα στέφη βάλλω E.IA1513(lyr.).
3 ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον conceive, Hdt.3.28.
4 lay as foundation, κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form, οἰκοδομίας Pl.Lg.779b; χάρακα Plb.3.105.10, Poll. 8.161; simply, build, ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13; βάλλω ἄγκυραν = cast anchor, Hdt.9.74, etc.; καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti.73d.
II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς = dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or.303). (Arc. -δέλλω in ἐσδέλλοντες, = ἐκβάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root gu̯el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. pres. ind. 1a plu. βάλλομες Bio.Fr.8.12; fut. βαλέω Il.8.403, βαλλήσω Ar.V.222; aor. ind. ἔβαλα LXX 3Re.6.1b, inf. βαλέειν Il.2.414, opt. βλείης Epich.199, part. βλείς Epich.198; perf. ind. βέβληκα Il.14.412, plusperf. βεβλήκειν Il.5.661; v. med. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74; aor. ind. ἔβλητο Il.11.410, imperat. βαλεῦ Hdt.8.68, subj. βλήεται Od.17.472, opt. βλῇο Il.13.288, inf. βλῆσθαι Il.4.115, part. βλήμενος Il.11.191, Od.22.18, A.R.2.1212; perf. ind. βέβληαι Il.9.9, βεβλήαται Il.11.657, part. βεβολημενος Il.9.9, plusperf. βεβολήατο Il.9.3]
A tr. c. idea de violencia, c. ac. int.
1 de cosa tirar, lanzar, disparar
a) proyectiles c. ac. int. etimológico βαλὼν βέλος Od.5.346, cf. Hp.VC 11, χὠς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει Theoc.23.5, tb. en v. pas. βαλλομένων τῶν βελῶν D.C.71.2.4
•c. ac. no etimológico χαλκόν Il.5.346, ἰόν Od.20.62, αἰχμὴν βαλεῖν Hdt.2.111, σπόγγους ἀντὶ λίθων βάλλειν D.C.72.20.3, οὐδεὶς ξίφος ἔβαλλεν Ach.Tat.1.32.1, Κρονίδης βαλὼν ἀργῆτα κεραυνόν Batr.285
•usos abs. disparar οἱ γὰρ φίλοι ἑκατέρωθεν βάλλοντες εἶργον Th.4.33, οὔτε ἐκ χειρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.15, φεῦγε· βάλλει· φεῦγ' Call.Fr.191.79, ὀλίγων τῶν βαλλόντων ἐφρόντιζον Ach.Tat.3.13.2
•en v. pas. ἕως ἄπωθεν ἐβάλλοντο D.C.36.49.5
•c. dat. instrum. ἢ βέλεσιν βάλλωσι Od.16.277, ἔβαλλον ... πέτροις E.Andr.1128, ἔβαλον λίθοις τε καὶ τοξεύμασι καὶ ἀκοντίοις Th.4.34, βάλλοντες τοῖς λίθοις Th.4.43, αἵ τε γυναῖκες βάλλουσαι ... τῷ κεράμῳ Th.3.74, cf. 4.48, οἱ μὲν ἔβαλλον ταῖς βώλοις X.Cyr.2.3.18, μήλοις τε καὶ ἄνθεσιν ἔβαλλον Hld.3.3.8
•fig. ψυχὰν ... βάλλομες arriesgamos la vida Bio Fr.8.12;
b) otros objetos: tirar, arrojar, echar σκῆπτρον βάλῃ γαίῃ Il.1.245, β. εὐνάς echar piedras de anclaje, Od.9.137, τὰ μὲν (μέλεα) ἐν πυρὶ βάλλε, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od.14.429, εἰς ἅλα λύματα βάλλον Il.1.314, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν ἐν ἀλωῇ βάλλειν Hes.Op.807, σπόρον ἐν νειοῖσιν ... βάλλοντες Theoc.25.26, τὰς κλεῖς ἔβαλλε διὰ τῆς ὀπῆς Ach.Tat.2.19.5, βάλλε κρέας εἰς μέσον Arr.Epict.2.22.9;
c) usos abs. en el juego de dados τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας A.A.33, cf. E.Supp.330, βαλὼν ἐπὶ σκόπου acertando en la tirada Luc.Am.16, c. adv. ἂν δὲ βαλῶσι καλῶς si tiran con suerte Phld.Ir.23.39;
d) agr. μὴ οὖν ἀμελήσῃς τοῦ βαλεῖν τὴν κόπρον no descuides echar el estiércol, POxy.934.9 (III d.C.)
•de donde abs. estercolar βάλλω ἓξ ἀρούρας PFay.118.21 (II d.C.).
2 de pers. derribar, arrojar, tirar ἐν κονίῃσι βάλες θαλεροὺς παρακοίτας Il.8.156, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ Od.22.188
•με γῆς ἔξω βαλεῖν desterrarme fuera de la patria S.OT 622, βάλλω ἐματ[ὴ] ν (sic) ἰς θάλασσαν PPetaus.29.9 (II d.C.)
•de un cadáver tirar, dejar insepulto τὸν ἄνδρα τόνδε ... μὴ τλῇς ἄθαπτον ἀναλγήτως βαλεῖν S.Ai.1333, τοῦτον εἰ βαλεῖτέ που, βαλεῖτε χἠμᾶς τρεῖς ὁμοῦ συγκειμένους S.Ai.1308.
3 de edificios derribar, tirar πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριαμοῖο μέλαθρον αἰθαλόεν Il.2.414, βαλοῦσα δ' οἶκον ψῆφος ὤρθωσεν μία un solo voto derriba una casa o la levanta A.Eu.751.
II c. ac. ext. o prep. y ac. en uso pregnante
1 c. suj. de pers., en pres. y fut. disparar contra en aor., perf. y fut. alcanzar, dar
a) c. ac. ext. pers. τὸν μὲν βάλ' Ἀπόλλων Od.7.64, καὶ βάλ' ἐπαΐσσοντα Il.5.98, ἔβαλλ' Ἀνθημίωνος υἱὸν Τελαμώνιος Αἴας Il.4.473, ὁ δὲ ἵετο θυμῷ Ἰδομενῆα βαλεῖν Il.13.387, ῥίψω γὰρ σὲ βαλῶν ἐς Τάρταρον h.Merc.256, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα καὶ θεόν S.Tr.714, αὐτοὺς ἀναβαίνοντας οἱ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον X.An.4.2.12, φράζευ μή σε βάλῃ Ath.695d, βάλλειν ἡμᾶς ἀλλήλους Gel.Cyc.HE 2.7.41, tb. en v. pas. πρὶν βλῆσθαι Μενέλαον Il.11.410, cf. Aen.Tact.31.27, D.C.56.11.5;
b) c. ac. ext. no de pers. οὐδέ τις αὐτὸ οὔτε ἔρρηξε βαλών nadie lo consiguió rasgar haciendo blanco en él Hes.Sc.140;
c) c. doble ac. int. y ext. ἕλκος ... τό μιν βάλε Πάνδαρος Il.5.795, cf. LXX 3Re.6.1, ext. de pers. y parte alcanzada τὸν Μεριόνης βεβλήκει γλουτόν Il.5.66, τῶν ἓν ... στῆθος βεβλήκει Il.14.412;
d) c. ac. y dat. instrum. Πείσανδρον δουρὶ βαλών Il.11.144, κάρη ... ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλον Il.3.80, βάλλον δ' ἀλλήλους χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν Il.18.534, αὐτοὺς τοῖς λίθοις βαλλήσομεν Ar.V.222, Hld.1.13.4, βάλλετέ μοι τόξοισι ... Φιλῖνον Theoc.7.119, cf. D.C.50.32.5, βάλλει καὶ μάλοισι τὸν αἰπόλον ἁ Κλεαρίστα Theoc.5.88, κἀκεῖνον βεβλήκει τῷ αὐτῷ πόματι Ach.Tat.2.31.2, esp. del rayo κεραυνῷ βαλών Od.12.388, cf. 23.330, h.Ven.288, E.Ph.1181, ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν Od.5.479;
e) en v. pas. βέβληται ... Εὐρύπυλος κατὰ μηρὸν οἰστῷ Il.11.662, 16.27, cf. 13.212, ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται Il.11.650, ἰῷ ... βεβλημένον Il.11.664, δαλῷ βεβλημένος Od.19.69, ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ Il.14.28, cf. 16.819, Od.11.535, αἴ κα τὺ βλείης σφενδόνᾳ Epich.199, λίθῳ ἐκ χειρὸς βληθείς Hp.Epid.5.27, del rayo τὰ βαλλόμενα τοῖς κεραυνοῖς ἀνέμβατα μένει χωρία Plu.Pyrr.29, τὸ θέατρον κεραυνοῖς βληθέν D.C.78.25.2, cf. 39.15.1, 71.9.5;
f) c. giro preposicional del objetivo c. ac. ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν ... ποιήσαντας ... ὥρμησαν βάλλειν Th.8.75, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν tirar al blanco X.Cyr.1.6.29, cf. Ach.Tat.2.29.3
•tb. c. gen. βαλόντα τοῦ σκοποῦ Pl.Sis.391a;
g) abs. βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε Il.11.350, ἤτ' ἔβλητο ἤτ' ἔβαλ' ἄλλον Il.11.410, en v. pas. οὐ γὰρ πως βεβλημένον ἐστι μάχεσθαι Il.14.63, πληγέντα οὐδὲν τοῦ σώματος οὔτε βληθέντα Hdt.6.117, op. τύπτω: ὃς ... ὑμέων βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495, op. οὐτάω: βεβλημένοι οὐτάμενοί τε Il.11.658, cf. 16.24, 13.746.
III c. otros suj.
1 alcanzar, llegar
a) c. suj. de sonidos y ac. de pers. u órganos de los sentidos καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει δι' ὤτων S.Ant.1188, βάλλει, βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205, ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ' ἔβαλλε A.R.2.554, μυκηθμός τε βοῶν αὐτοσχεδὸν οὔατ' ἔβαλλε A.R.4.969;
b) de la luz ἦμος δ' ἄκρον ἔβαλλε φαέσφορος οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885, en v. pas. βάλλεσθαι τῷ ἡλίῳ como etimología de la Heliea, Sch.Ar.V.88, cf. 777
•fig. τὸ φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν el beso da en el blanco del corazón Ach.Tat.2.37.10.
2 de líquidos o polvo alcanzar, salpicar ἄντυγες ... ἃς ἄρ' ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Il.11.536, βάλλε μ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου me salpicó con las gotas sombrías del sangriento rocío A.A.1390.
B tr. sin idea de impulso inicial violento
I c. ac. de cosas
1 poner vestidos o armas ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις ... βάλ' αἰγίδα Il.18.204, tb. en v. med. ἐπὶ κάρα στέφη βαλουμέναν E.IA 1513
•perífrasis c. ἴχνος pisar πρὶν ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ἴχνος βαλεῖν E.Rh.721
•meter, introducir κάμπυλα κύκλα Il.5.722, cf. Eu.Marc.7.33.
2 de líquidos verter, derramar llanto βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, οὔτε κατὰ βλεφάρων θερμὰ βάλοι δάκρυα Thgn.1206, κατ' ὄσσων δ' οὐ θέμις βαλεῖν δάκρυ E.Hipp.1396, sangre μηδ' αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ βάλῃς A.Fr.183
•gener. echar, verter, poner líquidos o sólidos en recipientes Κίρκη, ἄγρια φάρμακα βάλλε Hes.Fr.302.16, τρύγα ... ἐς ὕδωρ Hp.Nat.Mul.33, ἐς δὲ τὸν χύτριον ... σκόροδα Hp.Mul.2.133 (p.236), ἐλάδιον ... εἰς τὸν βαλανεῖον Arr.Epict.2.20.29, οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον Eu.Matt.9.17.
3 de medidas, dinero dar καλὰ μέτρα (τῷ κιθωνίῳ) αὐτῷ βαλέτωσαν que den medidas adecuadas a ésta (a la túnica), POxy.1069.26 (III d.C.), βαλεῖν τὰ ἀργύριά μου τοῖς τραπεζείταις Eu.Matt.25.27
•abs. dar dinero, pagar Διότιμος ... ἔβαλε ὑπὲρ αὐτῶν στιχ(άρια) POxy.1448.5 (IV d.C.), τὸ ἄλλο ἥμισυ ἔβαλα εἰς τὸν ὁρμόν POxy.1862.45 (VII d.C.), tb. en v. med. (δραχμαί) ἃς β[αλλό] μεθα εἰς τὸ κατὰ τὴν συγγραφὴν δάνειον PCair.Zen.355.179 (III d.C.), en v. pas. (δραχμαί) αἱ ... βληθεῖσαι βαλανείου Σευηριανοῦ PLond.1177.46 (II d.C.), ὡς ἔβληθη PIand.119.5 (III/IV d.C.).
II c. ac. de pers.
1 colocar, poner τὼ μὲν ἄρα δειλὼ βαλέτην ἐν χερσίν ἑταίρων dejaron a los dos infortunados en brazos de sus compañeros, Il.5.574, βαλὼν τὸν λελωβημένον εἰς πλοῖον Pall.H.Laus.21.7
•de cadáveres, frec. en epitafios poner bajo tierra enterrar νεκρόν MAMA 6.325.15 (Acmonia III d.C.), cf. 1.167.11, 169.5 (ambas Laodicea Combusta IV/V d.C.), ISmyrna 211.11
•fig., c. pred. ἐμὲ ... ἄτιμον ἔβαλον me deshonraron S.Ph.1028, cf. OT 657.
2 c. ac. ext. de pers. y giro prep. c. ac. meter en, llevar a μὴ ... ἐς κακὸν ἄμμε βάλῃσθα no sea que nos lleves a una desgracia, Od.12.221, cf. (ἡμᾶς) δαίμονος εἰς τὰ ἔσχατα μὲν βάλλοντος Hld.8.10.2
•meter a alguien en una disputa ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il.2.376, μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάληι A.Pr.388
•producir miedo ὁ τῆσδε ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ τὸ μῶρον αὐτῶν E.Tr.1058
•poner en peligro πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν A.Th.1048
•en la cárcel ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν lo metió en la cárcel, Eu.Matt.18.30, μέλλει βαλεῖν ὁ διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακήν Apoc.2.10, εἰς φυλακήν σε βαλῶ Arr.Epict.1.1.24, en v. pas. ἄλλος τις πατρίκιος ὑπ' ἐμοῦ εἰς δεσμευτήριον (sic) βληθήσεται PTeb.567 (I d.C.), ὃ μὲν αὖθις εἰς εἱρκτὴν ἐβέβλητο Ach.Tat.8.15.2.
3 c. dat. o giro prep. de n. abstr., fig. sumir en χρόνος ... τιν' ἀελπτίᾳ βαλών Pi.P.12.32, βαλεῖν ἐν αἰτίᾳ τὸν δεικνύντα acusar al maestro Pl.Ep.341a
•dicho de insultos, reproches, etc. ἡμᾶς κακοῖς S.Ai.1244, με ... φθόνῳ E.El.902, τοὐμὸν σῶμα ... ψόγῳ Ar.Th.895, σε ... ζήλοις AP 12.70 (Mel.), κόμπῳ ... τὸν Δία Philostr.Im.1.27.1.
4 de animales conducir, llevar, arrear ἵππους τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών Il.23.572, (ἵππους) αὐτὰς δ' ἐκ δίφρου βαλέω Il.8.403, μῆλα ... ἐν νηὶ βαλόντας Od.9.470, βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44, βάλε εἰς τὸν ζυγόν Arr.Epict.2.11.20.
III c. ac. de partes del cuerpo humano o no, emisión de sonido
1 echar, dejar caer ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, μ[ή] κω[ν] ... φύλλα βαλοῖσα Stesich.15.2.17, cf. Nic.Al.147
•perder los dientes de leche ἄνθρωπος ... βάλλει τοὺς ὀδόντας Arist.HA 501b2
•abs. perder los dientes de leche ὁ ἵππος ... ὅταν παύσηται βάλλων Arist.HA 576a4, θύειν δὲ τὸμ μὲμ βοῦν βεβληκότα, τὴν δὲ οἶν βεβληκυῖαν IG 12(5).647.7 (Ceos III a.C.), βάλλει Nic.Al.146
•fig. en v. med. βαλλόμενοι τὴν ἡσυχίαν PMasp.89re.b.9.
2 dirigir los ojos a algún punto ταρβήσας δ' ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα Od.16.179, τί πρὸς γῆν ὄμμα σὸν βαλὼν ἔχεις; E.Io 582, πρόσωπον εἰς γῆν E.Or.957.
3 proyectar ὅταν μὲν μὴ βάλλουσαι τὸ στόμα αἱ μῆτραι καὶ μὴ ψαύουσαι τῶν κρημνῶν cuando la matriz no proyecta su orificio sobre los labios de la vagina y no los toca Hp.Loc.Hom.47
•fig. aplicar βάλε μετάνοιαν· ὑπὲρ τοῦ σφάλματος σου arrepiéntete de tu pecado, Apoph.Mac.Aeg.M.34.253B.
4 lanzar, soltar de la voz humana βάλε δὲ φωνήν ¡grita!, POxy.2719.13 (III d.C.), τοὺς ... ψαλμθούς Apoph.Mac.Aeg.M.34.256C.
IV c. ac. de abstr.
1 c. dat. o giro prep. de pers. infundir, inspirar ὕπνον ... ἐπὶ βλεφάροισι βάλε ... Ἀθήνη Od.1.364, ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513, φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν Il.4.16
•causar λύπην ... Ἀργείοις βαλεῖς S.Ph.67
•β. σκότον cegar ἀέριον σκότον ὄμμασι σοῖσι βαλών E.Ph.1535.
2 c. θυμός, νοῦς en dat. o giro prep. pensar, considerar τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλ' A.Pr.706, μὴ ... αὐτῶν (θεσπίσματα) μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς no te preocupes por ellos S.OT 975, frec. en v. med. τόδε ἐς θυμὸν βαλεῦ Hdt.8.68, cf. 1.84, ὁ ξένος νοῦν ἐβάλλετο ὅτι ... Synes.Prouid.1.18, μέγα καὶ θαυμαστὸν ἔργον εἰς νοῦν βαλόμενος Plu.Thes.24, ὃς πρῶτος ἐπὶ νοῦν ἐβάλετο μεταποιῆσαι τὴν βασιλείαν Iul.Or.3.58a.
3 mat. reducir πάντα, ἵνα ἓν μόριον γένηται βάλλομεν <εἰς> ɛ̄ Dioph.332.2.
C intr.
I de pers.
1 tirarse, caer τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ A.A.1172
•fig. ὅτι τὸ πρᾶγμα ὅλον ἰς σαι ἐβάλλειν (l. εἰς σὲ ἔβαλλεν) que todo el asunto te concernía a tí, BGU 1676.9 (II d.C.)
•echarse, tumbarse αὐτὸς ἐπὶ τῆς στιβάδος anón. en POxy.1368.51
•c. ὑπέρ pasar por ὥς κεν ἐρετμοῖς παμπρώτιστα βάλοιεν ὑπὲρ Σαλμωνίδος ἄκρης A.R.4.1693, βαλὼν ὑπὲρ αὐχένα γαίης A.R.4.307
•c. ἅμα copular πότερ' ἄνω θέλεις ἐλθοῦσ' ἅμα βαλεῖν ἢ κάτω; Macho 255
•perf. en v. med. yacer ὑποχαλίνῃ βεβλημένος Ἡλιοδώρας AP 5.165 (Mel.), λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητο Aesop.166, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός Eu.Matt.8.6.
2 en imperat. c. ἐς vete βάλλ' ἐς κόρακας Ar.V.835, Th.1079, βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a.
II otros suj.
1 verter, desembocar de ríos Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, D.P.43, 631, 735, ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος Κνώποιό τε βάλλει Nic.Th.889, Ὦξος ... μετὰ Κασπίδα βάλλει D.P.748
•del viento soplar ἔβαλεν κατ' αὐτῆς ἄνεμος Act.Ap.27.14.
2 de la vista dirigirse ὥσπερ ὁφθαλμὸς φωτοειδὴς ὢν πρὸς τὸ φῶς βαλών igual que el ojo que es luminoso, dirigiéndose hacia la luz Plot.2.4.5, cf. 3.8.10.
D usos esp. de la v. med.
I concr.
1 náut. echar el ancla, anclar ἄγκυραν βαλλέσκετο Hdt.9.74, cf. Pl.Ti.73d.
2 en la construcción y fig. echar los cimientos κρηπῖδα Pi.P.7.3, Luc.Hipp.4
•simpl. echar los cimientos, edificar τὰς οἰκοδομίας Pl.Lg.779b, ἱερόν Philostr.VA 4.13, de fortificaciones βαλόμενοι χάρακα Plb.3.105.10.
3 recibir ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον concebir Hdt.3.28.4
•medic. pasar ἀρχὰς βάλλεσθαι μὴ ἐπὶ τὸ ἕλκος ἄλλ' ἔνθα τὸ ἄμμα pasar los extremos (de la venda) no sobre la herida, sino sobre el nudo Hp.Off.8
•tb. en v. pas. ἱμάντι μακρῷ παρὰ τὸν περίναιον βεβλημένῳ Hp.Art.71.
II intr. decidir ἐπ' ἐμωυτοῦ βαλόμενος ἔπρηξα Hdt.3.155, ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλόμενοι Hdt.3.71, μηθὲν ἐφ' ἑαυτῷ βαλόμενον D.H.10.31
•tard. tb. en v. act. θεοὶ δ' ἑτέρως ἔβαλον Q.S.1.610, en v. pas. πένθεϊ δ' ἀτλήτῳ βεβολήατο πάντες Il.9.3, ἄχει μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Il.9.9.
• Etimología: De la raíz *gu̯elHi̯1- ‘arrojar’ en grado ø y suf. yod. C. dif. grado *gu̯lHi̯1-, perf. βέβληκα, toc. AB klā- ‘caer’, cf. quizá tb. ai. glā́yati ‘agotarse’, aaa. quellan ‘fluir’, etc.
German (Pape)
[Seite 429] werfen, treffen; entst. aus βαλίω; fut. βαλῶ, Ar. Vesp. 1491 βαλλήσεις, 222 βαλλήσομεν, wie Sp., die auch aor. ἐβάλλησα bilden, sonst ἔβαλον; perf. βέβληκα; βέβλημαι, 2. pers. βέβληαι Iliad. 5, 284. 13, 251 u. als Dactylus 11, 380; episch βεβόλημαι, Hom. βεβολημένος Iliad. 9, 9 Odyss. 10, 247, βεβολήατο Iliad. 9, 3; aor. pass. ἐβλήθην, u. diesem gleichbedeutend episch syncop. aor. med. ἔβλητο, βλῆτο, βλήεται Odyss. 17, 472, βλεῖο Iliad. 13, 288, βλῆ σθαι, βλήμενος. – Die beiden Perfecta βέβλημαι u. βεβόλημαι unterscheidet Hom. nach Aristarchs Beobachtung so, daß er βεβόλημαι nur da gebraucht, wo von der verwundeten Seele die Rede ist, βέβλημαι dagegen vom verwundeten Körper; Scholl. Aristonic. Iliad. 9, 3 βεβολήατο: ἡ διπλῆ, ὅτι ἔνιοι βεβλήατο, καὶ Ζηνόδοτος οὕτως. ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν τρώσεως καὶ ἀλγηδόνος ἀεὶ τοῦτο τάττει· ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ σῶμα πληγῆς οὐκέτι οὕτως; derselbe zu Iliad. 9, 9 ἡ διπλῆ, ὅτι πάλιν τὸ βεβολημένος διὰ τοῦ ο ἐπὶ ψυχῆς λέγει; falsche Lesart Iliad. 13, 212 κατ' ἰγνύην βεβολημένος ὀξέι χαλκῷ statt βεβλημένος. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 76. – Die 3 pers. sing. plusqpft. act. βεβλήκει oder βεβλήκειν (ἐβεβλήκειν) gebraucht Hom. als einfaches Präteritum, als aorist. oder als imperf.; s. βεβλήκει Iliad. 4, 108. 492. 5, 66. 73. 394. 12, 401. 17, 606 Odyss. 22, 286; v.l. Iliad. 8, 270 ἐπεὶ ἄρ τιν' ὀιστεύσας βεβλήκει, ὁ μὲν αὖθι πεσὼν ἀπὸ θυμὸν ὄλεσκεν, αὐτὰρ ὁ αὖτις ἰών, πάις ἃς ὑπὸ μητέρα, δύσκεν εἰς Αἴανθ'· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε, besser die andere Lesart βεβλήκοι, optat. iterativ.; Scholl. Didym. zu der Stelle βεβλήκει: Ἀρίσταρχος βεβλήκει; die andere Form, mit dem ν, βεβλήκειν, s. Iliad. 5, 661. 14, 412 Odyss. 22, 258. 275; ἐβεβλήκειν v.l. Iliad. 14, 412 στῆθος ἐβεβλήκειν statt στῆθος βεβλήκειν; Scholl. Didym. daselbst βεβλήκει: οὕτως (verstehe Ἀρίσταρχος) ἔξω τοῦ ν, βεβλήκει, καὶ ἄνευ τοῦ ε. Ζηνόδοτος καὶ Ἀριστοφάνης σὺν τῷ ν, βεβλήκειν. Vgl. noch Scholl. Didym. Iliad. 5, 661 Ἀρίσταρχος μετὰ τοῦ ν βεβλήκειν. Meistens ist βεβλήκει (βεβλήκειν) Versanfang; mitten im Verse Iliad. 14, 412 στῆθος βεβλήκειν, s. vorhin. Als wirkliches plusquamperf. läßt sich βεβλήκει allenfalls ein Paar Male auffassen, s. Iliad. 4, 108. 5. 394; aber Hom. gebraucht eben auch den gewöhnlichen aor. überall statt des plusquamperf., so daß sich aus den bezeichneten Stellen über die ursprüngliche Natur des βεβλήκει Nichts folgern läßt. Die anderen Personen dieses plusquamperf. außer βεβλήκει kommen bei Hom. nicht vor. Vgl. die dem βεβλήκει ähnliche und ähnlich gebrauchte Form βεβήκει s. v. βαίνω. – Die gewöhnlichste Bed. von βάλλειν ist – 1) mit Geschoffen werfen, mit Lanzen, Pfeilen, Steinen u. s. w.; nach Aristarchs Beobachtung (Lehrs Aristarch. p. 61 sqq.) bei Hom. stets im eigentlichsten Sinne, wirklich werfen, d. h. so, daß man die Waffe aus der Hand fahren läßt; Gegensatz οὐτάζειν, τύπτειν, νύσσειν, πλήττειν, stoßen, hauen, stechen, schlagen, wobei man die Waffe in der Hand behält. Iliad. 15, 495 βλήμενος ἠὲ τυπείς, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ βαλεῖν καὶ τύψαι; 11, 191 ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν; 14, 424 οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν; 21, 576 ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀντιδιαστολὴν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν. Zenodot kannte diesen Unterschied nicht; Iliad. 16, 807 ὄπιθεν δὲ μετάφρενον ὀξέι δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε Δάρδανος ἀνήρ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει σχεδὸν οὔτασε Δάρδανος ἀνήρ. ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἐκ βολῆς τέτρωται, ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δείκνυται, »ὥςτοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος (812)«; 20, 274 δεύτερος αὖτ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος μετεποίησεν οὕτως, μελίην ἰθυπτίωνα ἀσπίδα νύξ' ἐς χαλκὸν ἀμύμονος Αἰνείαο. οὐκ ἐκ χειρὸς δὲ ἐπέτυχεν ὁ Ἀχιλλεύς, ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται, ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ· διὸ καὶ ἑξῆς (283) αὐτὸ βέλος εἴρηκεν. Wenn Mehrere zusammen erwähnt werden, von denen Einer durch einen Wurf, ein Anderer durch Stoß, Hieb, Stich oder Schlag verwundet ist, so gebraucht Homer συλληπτικῶς von Allen zusammen das Wort βάλλειν; Iliad. 14, 28 ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 62. Bei'm Werfen kann man natürlich nahe an das Ziel herantreten, Iliad. 5, 72 τὸν μὲν Φυλείδης ἐγγύθεν ἐλθὼν βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον ὀξέι δουρί, 17, 600 ὁ γάρ ῥ' ἒβαλε σχεδὸν ἐλθών; aber der Grammatiker Seleukos behauptete, die Verbindung σχεδὸν βάλεν sei unerträglich, s. Scholl. Iliad. 16, 807. – Die Sp. beobachten den Homerischen Unterschied zwischen βάλλειν u. οὐτάζειν u. s. w. nicht durchweg; vgl. Lehrs Aristarch. p. 78 sqq. Aecht Homerisch z. B. Herodot. 6, 117 οὔτε πληγέντα οὔτε βληθέντα. – Besondere Arten des Gebrauchs: – a) absolut, Iliad. 8, 289 βάλλ' οὕτως, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι; 4, 519 βάλε δὲ Θρῃκῶν ἀγὸς ἀνδρῶν, Πείροος Ἰμβρασίδης; Prosa, Thuc. 3, 23; κἂν μήπω βάλλῃ μηδὲ τοξεύῃ Dem. 9, 17; Xen. Anab. 3, 3, 15 οἱ μὲν πολέμιοι τοξεύουσι καὶ σφενδονῶσιν ὅσον οὔτε οἱ Κρῆτες ἀντιτοξεύειν δύνανται οὔτε οἱ ἐκ χει ρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι. – b) Angabe der Waffe, ἐγχείῃσιν Iliad. 18, 534; λάεσσι 3, 80; κεραυνῷ Odyss. 12, 388; τοῖς λίθοις Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; πέτροις Eur. Andr. 1128; τόξοις Eur. Hec. 388; übertr., κακοῖς, so. λόγοις, mit Schmähreden, Soph. Aj. 1244; ψόγῳ Ar. Th. 895, u. ä.; bes. bei Sp.; ähnl. στεφάνοισι Pind. P. 8, 57. – Seltner steht das Geschoß im accusat.: Hom. Odyss. 9, 495 βέλος, 20, 62 ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσα, Iliad. 5, 346 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών. – c) Angabe des Zieles; bei Hom. ist nach Aristarchs Beobachtung (s. Lehrs Aristarch. p. 71 sqq) βάλλειν, wenn das Ziel im accus. dabei steht, allemal = treffen, nicht = zielen, zu treffen suchen. Iliad. 11, 376 ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν καὶ βάλεν, οὐδ' ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός, ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ βάλεν ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν, καὶ ὅτι ἐν σχήματι εἴρηκεν, οὐδὲ ἅλιον αὐτὸν ἐξέφυγε τῆς χειρός; 5, 17 Τυδείδεω δ' ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ' ἀκωκὴ ἔγχεος, οὐδ' ἔβαλ' αὐτόν, Scholl. Aristonic. ἔβ αλ': ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν; 3, 368 ἐκ δέ μοι ἔγχος ἠίχθη παλάμηφιν ἐτώσιον, οὐδ' ἔβαλόν μιν, Scholl. Aristonic. ὅτι σαφῶς τὸ οὐδ' ἔβαλόν μιν σημαίνει ἀντὶ τοῦ οὐδὲ ἐπάταξα αὐτόν; über die v.l. οὐδ' ἐδάμασα vgl. Scholl. Didym. daselbst; 21, 591 ὀξὺν ἄκοντα χειρὸς ἀφῆκεν, καί ῥ' ἔβαλε κνήμην ὑπὸ γούνατος, οὐδ' ἀφάμαρτεν; Odyss. 22, 6 νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι; – mit praeposit., zum Teil Tmesis; Iliad. 3, 347 Ἀλέξανδρος προΐει ἔγχος, καὶ βάλεν Ἀτρείδαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην· οὐδ' ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ ἀσπίδ' ἔνι κρατερῇ; 5, 317 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών; 11, 108 τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί; – mit doppeltem accusat.: Iliad. 4, 480 πρῶτον γάρμιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν δεξιόν· ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου ἔγχος ἦλθεν; 11, 583 καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ δεξιόν· ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν, Scholl. Aristonic. καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ καὶ αὐτοῦ τὸν μηρὸν ἔτρωσεν; – pass., Iliad. 4, 518 χερμαδίῳ γὰρ βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην δεξιτερήν. – Die Sp. weichen auch hier oft von Hom. ab; Homerisch z. B. Soph. Phil. 289 πρὸς δὲ τοῦθ', ὅ μοι βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα πρὸς τοῦτ' ἄν; oft = auf etwas schießen, z. B. Thuc. 8, 75 ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν μάλιστα ποιήσαντας καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τοὺς μετασχόντας τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησαν βάλλειν; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν ἐδιδάσκομεν Xen. Cyr. 1, 6, 29; Pol. 1, 48; εἰς τὸ μέτωπον Xen. Cyr. 1, 4, 8; Sp. auch σκοποῦ, ἐπὶ σκοποῦ, Sisyph. 391 a; Luc. Amor. 16. – Selten steht die Wunde im accus. dabei: Iliad. 5, 795 ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἰδίως εἴρηκε ἀντὶ τοῦ βαλὼν ἕλκος ἐποίησεν; Plat. Rep. 3, 408 a ἢ οὐ μέμνησαι ὅτι καὶ τῷ Μενέλεῳ ἐκ τοῦ τραύματος οὗ ὁ Πάνδαρος ἔβαλεν αἷμ' ἐκμυζήσαντ' ἐπί τ' ἤπια φάρμακ' ἔπασσον; – Adverbial, εὔσκοπα, εὔστοχα βάλλειν, gut treffen. – 2) Ähnlich dem Deutschen in vielen anderen Verbindungen, wo nicht von Geschossen die Rede ist. – Wie ἐν κονίῃσι βάλλειν Il. 8, 156 zu Boden strecken, u. ἐν δαπέδῳ χαμαὶ Od. 22, 188: so ist οἶκον β. zerstören, Aesch. Eum. 721; ἐς γόνυ τὴν πόλιν, herunter, in Sklaverei bringen, Her. 6, 27. – Gew. wird verbunden ἐν πυρὶ βάλλειν, ins Feuer werfen, Od. 14, 429; πῦρ ἐν νηυσίν Il. 13, 629; λύματα εἰς ἅλα Il. 1, 314. – 3) In vielfachen Übertragungen, wo theils ein stärkeres od. schwächeres Berühren und Treffen, theils ein Hinwerfen bezeichnet wird, a) von Eindrücken, welche die Sinne treffen, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Iliad. 10, 535, Tmesis, der Schall umtönt mein Ohr; Ap. Rh. 2, 554; φθόγγος βάλλει με, trifft mich, Soph. Ant. 1173; Phil. 205; wohin auch τὸν ὕμνος ἔβαλεν Pind. N. 3, 62 gerechnet werden kann, der auch kurzweg τίνα βάλλωμεν Ol. 2, 89 sagt, sc. ὕμνῳ, wen wollen wir preisen? ὀσμὴ μὴ βάλῃ ἡμᾶς Soph. Ant. 408; νὺξ ὄμματα ἔβαλλε Call. Lav. Pall. 82. – b) von der Sonne, Strahlen werfen, ἀκτῖσιν β. ἠέλιος, Od. 5, 479; γαῖαν βάλλει ἀκτὶς ἡλίου Eur. Suppl. 659; vgl. Theocr. 2, 86; ἄκρον ἔβαλλε οὐρα νὸν Ἠώς Ap. Rh. 4, 885; σελήνη διὰ θυρίδων βαλλομένη Philod. 7 (V, 123). – e) Übertr. auf geistige Eindrücke, Befleckung durch Schuld od. Verbrechen, κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος Eur. I. T. 1209; μὴ μύσος με σῶν βάλῃ προσφθεγμάτων Herc. fur. 1219; – πένθεϊ ἀτλήτῳ βεβολήατο Iliad. 9, 3, ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ 9, 9, κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος Odyss. 10, 247, vgl. oben; λύπην τινί Soph. Phil. 67. – d) besprengen, bespritzen, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Iliad. 23, 502; ἃς ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 11, 536. 20, 501; mit Wasser Eur. I. T. 58. – e) anlegen, anfügen, κύκλα ἀμφὶ ὀχέεσσι Il. 5, 722, Tmesis, s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ ὤμοις αἰγίδα 18, 204, u. öfter von Kleidern; bloß dat., κρήδεμνον πλοκάμοις Agath. 5 (V, 276); χεῖρας ἀμφί τινι, ihn umarmen, Hom., s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ χεῖρα βάλεν ἔγχεϊ Odyss. 21, 433; ἐν πύλαισιν ἀκοάν, das Ohr an die Thür legen, Eur. Or. 1282. – f) Übertr., βάλλειν τι ἐν θυμῷ, eingeben, Od. 1, 201; σοφίσματα ἐν καρδίαις Pind. Ol. 13, 16; σὺ τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλε, nimm du meine Worte zu Herzen, Aesch. Prom. 708; αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς Soph. O. R. 975; gewöhnlicher so im med., ἐν θυμῷ δ' ἐβάλοντο ἔπος Il. 15, 566; ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, überlege, beherzige, Od. 12, 218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσἰ βάλλεο σῇσιν, sich etwas zu Herzen nehmen, Iliad. 1, 297; ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι, wie du denkst, Iliad. 20, 196; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεαι, du sinnst auf Heimkehr, 9, 435. So nicht nur die folgenden Dichter, z. B. Theocr. 25, 163 Ap. Rh. 2, 256, sondern auch in Prosa, ἐς θυμὸν βαλεῦ τὸ παλαιὸν ἔπος Her. 7, 51; vgl. 1, 84; ἐπὶ ἑαυτῷ βάλλεσθαι, bei sich überlegen, 3, 155. 5, 73 u. Sp., z. B. Dion. H. 10, 31; εἰς νοῦν τὸ ἔργον Plut. Thes. 24. – g) wie ῥίπτειν, fallen lassen, hinwerfen, von Würfeln, κύβους Aesch. Ag. 33; Eur. Suppl. 330; Plat. Legg. XII, 968 e; auch Sp., wie Plut. Pyrrh. 26; vom Loose, κλῆρον N. T; – εὐνάς, Anker, Od. 9, 137; vgl. Pind. I. 5, 13 u. unten 5 c); ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Odyss. 2, 80; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr. 21, 25; ἄγκιστρον, δίκτυον, das Netz auswerfen, N.T.; οἶνον εἰς ἀσκούς Matth. 9, 17; εἰρήνην ἐπὶ γῆν 10, 34; – ῥόον εἰς ἅλα, ins Meer ergießen, Ap. Rh. 2, 401; absol., βάλλει εἰς ἅλα. ergießt sich, fällt ins Meer, Il. 11, 722 u. Sp., wie Nic. Th. 889; – βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, die Thräne fallen lassen, vergießen, Od. 4, 198; κατ' ὄσσων Eur. Hipp. 1396; κατὰ βλεφάρων Theogn. 1206; – ὀδόντας, schichten, Arist. H. A. 1, 1. 6, 2; – ὁ παῖς βέβληται, ist aufs Krankenlager geworfen, liegt krank, N.T., Matth. 8, 6. 14. 9, 2. – Man vgl. noch ὄμματα ἑτέρωσε βάλλειν, nach der andern Seite hin werfen, Od. 16, 179; πρόσωπον εἰς γῆν Eur. Or. 958; ὄμματα πρὸς γῆν Ion. 582 u. öfter; – ὅθεν τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, Schiffe ins Meer laufen lassen, Od. 4, 359; πρὸς πέτρας, an Felsen werfen, 12, 71; ἵππους πρόσθεβ., vortreiben, Il. 23, 572, wie κάτωθε τὰ μοσχία, herabtreiben, Theocr. 4, 44. – h) εἰς φόβον βάλλειν τινά, in Furcht setzen, Eur. Tr. 1058; ἐς κακόν Od. 12, 221; ἐς ἔχθραν Aesch. Prom. 388; εἰς ὕπνον Eur. Cycl. 574; ἐν αἰτίᾳ, die Schuld beimessen, Soph. O. R. 657; εἰς δεῖμα Her. 7, 139; – ἦ φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, Freundschaft zwischen beiden Teilen stiften, Il. 4, 16. – 4) Intrans., außer dem unter g) bemerkten Falle; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, sich ums Ziel herumwerfend, rennend, Il. 23, 462; in der Sprache des gewöhnlichen Lebens, βάλ' ἐς κόρακας, geh zum Henker, Ar. Vesp. 835 Plut. 782; βάλλ' ἐς μακαρίαν Plat. Hipp. mai. 293 a; wie man bei uns etwa Einem die ewige Seligkeit wünscht; ἐς ὀλβίαν Phot. – 5) Med., a) βάλλεσθαί τι ἐν φρεσί u. ä. s. 3 f); νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, beschlossen es anders, Od. 1, 234, Bekker ἐβόλοντο, s. Scholl. u. vgl. Buttm. Lexil. I p. 31, Andere ἑτέρωσ' ἐβάλοντο, wie Qu. Sm. 10, 427 θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο; sp. D., z. B. Qu. Sm. 2, 133 u. öfter φόνον βάλλεσθαι, Mord bereiten. – b) sich umwerfen; τόξα ἀμφ' ὤμοισιν β., tmesis, Il. 10, 333; ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος 19, 372; χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, sich besprengen, H. h. Cer. 50. – c) κρηπῖδα βάλλεσθαι, den Grund legen, z. B. ἀοιδᾶν Pind. P. 7, 4; σοφῶν ἐπέων 4, 138; οἰκοδομίας Plat. Legg. VI, 779 b; χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem. 18, 87; χάρακα Pol. 3, 105. 110; ἄγκυραν Plat. Legg. XII, 961 c; vgl. Her. 9, 74 u. Plat. Tim. 73 d ψυχῆς δεσμοὺς καθάπερ ἐξ ἀγκύρας βαλλόμενος. Ebenso πείσματα νηός Ap. Rh. 1, 1020 u. öfter; ἀρχὴν τῶν πραγμάτων Lue. Hipp. 4. – d) ἐς γαστέρα, empfangen, sich schwängern lassen, Her. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
f. βαλῶ, ao.2 ἔβαλον, pf. βέβληκα, pqp. ἐβεβλήκη ou ἐβεβλήκειν;
Pass. f. βληθήσομαι, ao. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι;
A. lancer, jeter, d'où
I. tr.
1 lancer : βέλος, λίθον, etc. HOM, etc. un trait, une pierre ; fig. β. ὕπνον ἐπὶ βλεφάροις OD jeter le sommeil sur les paupières ; λύπην τινί SOPH jeter le chagrin dans l'âme de qqn ; ἐν στήθεσσι μένος β. τινί IL jeter le courage dans l'âme de qqn ; τί τινι ἐν θυμῷ OD ou θυμῷ ESCHL ou ἐς θυμόν SOPH jeter qch (un sentiment de colère, de crainte, etc.) dans le cœur (de qqn) ; β. τινὰ ἐς κακόν OD précipiter qqn dans le malheur ; p. anal. κινδύνῳ β. χώραν ESCHL mettre un pays en péril;
2 jeter à terre, renverser : οἶκον ESCHL détruire une maison;
3 lancer, faire tomber : κύβους ESCHL lancer des dés ; ἑτέρωσε β. ὄμματα OD jeter ses regards dans une autre direction ; poser sur ou dans : β. χεῖρα ἀμφί τινι OD jeter ses bras autour de qch (les genoux de qqn, etc.) ; ἀμφί τινι β. πήχεε OD ou abs. ἀμφὶ δὲ χεῖρας β. OD jeter ses bras autour de qqn, embrasser qqn ; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ β. τινί OD jeter ses bras autour du cou de qqn ; β. μῆλα ἐν νηΐ OD embarquer des troupeaux ; κύκλα β. ἀμφὶ ὀχέεσσι IL poser des roues des deux côtés des chars ; β. ἀμφ' ὤμοις αἰγίδα IL jeter, càd placer vivement son bouclier autour des épaules (d'Achille) ; β. ἀμφί τινι ῥάκος OD jeter des haillons sur le corps de qqn;
4 laisser tomber : δάκρυ OD une larme ; β. ἑτέρωσε κάρη IL laisser tomber sa tête de l'autre côté;
5 jeter de côté, rejeter : β. τινὰ γῆς ἔξω SOPH jeter qqn hors de son pays, le bannir ; ἄθαπτόν τινα SOPH refuser la sépulture à qqn;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν) se jeter : εἰς ἅλα IL dans la mer en parl d'un fleuve. ; β. περὶ τέρμα IL s'élancer autour du but en parl. de chevaux ; ἐν πέδῳ ESCHL se précipiter sur le sol;
B. frapper à distance (d'un trait, d'une pierre, etc.) : β. τινά, frapper qqn d'un trait ; τινα δουρί IL frapper qqn d'une lance ; σάκος λίθῳ IL frapper un bouclier d'une pierre ; τινα μηρὸν ὀϊστῷ IL frapper qqn d'un trait à la cuisse ; τινα στῆθος IL frapper qqn à la poitrine ; βάλλειν τινὰ κατά τι ou τινὸς κατά τι IL frapper qqn en qqe partie du corps ou de son armure ; ἕλκος τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ IL la blessure que lui fit Pandaros en le frappant d'un trait ; fig. β. τινὰ κακοῖς SOPH frapper qqn de malheurs ; φθόνῳ EUR poursuivre qqn de sa haine ; Pass. ἄχει ou πένθει βεβολημένος ἦτορ IL ou κῆρ OD frappé de douleur dans son cœur ; avec un sujet de chose β. τινά, atteindre qqn en parl. de gouttes de sang, de flοts de poussière, etc. ; en parl. du soleil ἀκτῖσιν βάλλειν OD frapper de ses rayons ; p. anal. κτύπος οὔατα βάλλει IL un bruit frappe les oreilles;
Moy. βάλλομαι (f. βαλοῦμαι, ao.2 ἐβαλόμην);
1 jeter sur soi ou qch à soi : ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος IL ou τόξα IL se jeter autour des épaules (le baudrier qui supporte) une épée, un carquois ; fig. τι ἐπὶ θυμῷ βάλλεσθαι IL ou ἐνὶ φρεσί IL, OD ou μετὰ φρεσί IL ou ἐς θυμόν HDT se mettre qch dans l'esprit ; ἐπ' ἑωυτοῦ βαλόμενος HDT s'étant mis de lui-même (qch) dans l'esprit, ayant décidé d'après son propre jugement;
2 jeter pour soi, pour son usage : β. ἄγκυραν HDT jeter l'ancre;
NT: (intr.) se déchaîner (en parlant des éléments).
Étymologie: R. Βαλ > Βλη, lancer ; βάλλω = *βάλϜω ; cf. lat. volvo.
English (Autenrieth)
fut. βαλῶ, βαλέω, aor. ἔβαλον, βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 sing. βεβλήκειν, pass. perf. 3 pl. βεβλήαται, plup. βεβλήατο (also, but only w. metaph. signif., βεβόλητο, βεβολήατο, βεβολημένος), mid. aor. with pass. signif., βλῆτο, subj. βλήεται, opt. 2 sing. βλεῖο, part. βλήμενος: throw, cast, mid., something pertaining to oneself; hence often in the sense of shoot, hit; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἶῷ (μίν is the primary obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘strike,’ ‘conclude,’ Il. 4.16; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν, ‘bear in mind’ (note the mid.), Il. 1.297, etc. The various applications, literal and metaphorical, are numerous but perfectly intelligible.—Intrans., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, Il. 23.462; mid. aor., with pass. signif., βλήμενος ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; pass., of the mind only, ἄχεῗ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ, ‘stricken,’ Il. 9.9, Od. 10.347.
English (Slater)
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ)βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)
a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away (O. 1.58) ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω (P. 1.44) ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) (P. 1.74) εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” (P. 4.43) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met., ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ (O. 13.16) εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον (P. 2.36) δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων (P. 8.77) καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ (P. 9.12) ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (ἔλαβον v.l.) (N. 11.30) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon (O. 13.89) met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; (O. 2.89) μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος (O. 8.55) ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.31) πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) (N. 1.18) & therefore, crown, χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω (P. 8.57) Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.65)
c cast away, lose cf. (O. 1.58) οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες) κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον (O. 8.39)
d med.,
I cast (anchor), met. ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.13)
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met., βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων (P. 4.138) κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι (P. 7.3) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) (N. 1.8)
e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v. ἐμβάλλω (O. 7.44) τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v. ἐπιβάλλω (P. 11.14) ]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ (Pae. 15.6)
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7.
English (Abbott-Smith)
βάλλω, [in LXX for נפל, שׂום, ידד, etc.;]
prop., of a weapon or missile; then generally, of things and persons, lit. and metaph., to throw, cast, put, place: c. acc., seq. εἰς, Mt 4:18, and freq. ἐπί, Mt 10:34; κάτω, Mt 4:6; ἔξω, Mt 5:13; ἀπό, Mt 5:29; ἐκ, Mk 12:44; δρέπανον, Re 14:19; μάχαιραν, Mt 10:34; κλῆρον, Mt 27:35; of fluids, to pour: Mt 9:17, Jo 13:5; pass.,to be laid, to lie ill: Mt 9:2; ἐβλήθη (timeless aor., M, Pr., 134), Jo 15:6; intrans., to rush (Bl., §53, 1): Ac 27:14. Metaph., β. εἰς τ. καρδίαν, Jo 13:2 (cf. usage in π., without idea of violence; also of liquids; MM, Exp., x; v. also Cremer, 120, 657; cf. ἀμφι-, ἀνα-, ἀντι-, ἀπο-, δια-, ἐκ-, ἐμ-, παρ-εμ-, ἐπι-, κατα-, μετα-, παρα-, περι-, προ-, συμ-, ὑπερ-, ὑπο-βάλλω).
English (Strong)
a primary verb; to throw (in various applications, more or less violent or intense): arise, cast (out), X dung, lay, lie, pour, put (up), send, strike, throw (down), thrust. Compare ῥίπτω.
English (Thayer)
future βάλω; perfect βέβληκα; 2nd aorist ἔβαλον (3rd person plural ἔβαλον in ἔβαλαν, the Alex. form, in L T Tr WH; (WH's Appendix, p. 165 and) for references ἀπέρχομαι at the beginning); passive (present βάλλομαι); perfect βέβλημαι; pluperfect ἐβεβλημην; 1st aorist ἐβλήθην; 1future βληθήσομαι; to throw — either with force, or without force yet with a purpose, or even carelessly;
1. with force and effort: βάλλειν τινα ῥαπισμασι to smite one with slaps, to buffet, (an imitation of the phrases, τινα βάλλειν λίθοις, βελεσι, τόξοις, etc., κακοῖς, ψόγῳ, σκωμμασι, etc., in Greek writings; cf. Passow, i., p. 487; (Liddell and Scott, under the word I:1,3); for the ἔβαλλον we must read with Fritzsche and Schott ἔβαλον, from which arose ἔλαβον, adopted by L T Tr WH; βαλεῖν and λαβεῖν are often confounded in manuscripts; cf. Grimm on Scrivener, Introduction, p. 10)); βάλλειν λίθους ἐπί τίνι or τινα, John 8:(χοῦν ἐπί τάς κεφαλάς, WH marginal reading ἐπέβαλον); κονιορτόν εἰς τόν ἀέρα, τί εἰς τήν θάλασσαν, εἰς τό πῦρ, εἰς κλίβανον, εἰς γηνναν, Matthew 5:(29),30 (R G); εἰς τήν γῆν, εἰς τήν ληνόν, εἰς τήν λίμνην, εἰς τήν ἄβυσσον, L T Tr WH. an attack of disease is said βάλλειν τινα εἰς κλίνην, to lie sick abed, be prostrated by sickness: βέβλημαι ἐπί κλίνης, R G L marginal reading); with ἐπί κλίνης omitted, τινα εἰς φυλακήν, to cast one into prison, R G L),25; βάλλειν ἐπί τινα τήν χεῖρα or τάς χεῖρας to lay hand or hands on one, apprehend him, L Tr WH, also 30 L marginal reading); δρέπανον εἰς γῆν to apply with force, thrust in, the sickle, μάχαιραν βάλλειν (to cast, send) ἐπί τήν γῆν, βάλλειν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν, to cast (send) peace; ἔξω, to cast out or forth: ἑαυτόν κάτω to cast oneself down: ἑαυτόν εἰς τήν θάλασσαν, Buttmann, 52 (45)), βλήθητι, τί ἀφ' ἑαυτοῦ to cast a thing from oneself, throw it away: ὕδωρ ἐκ τοῦ στόματος, cast out of his mouth, Luther schoss aus ihrem Munde); ἐνώπιον with the genitive of place, to cast before (eagerly lay down), to rush (throw oneself (cf. Winer's Grammar, 251 (236); 381 (357) note{1}; Buttmann, 145 (127))): Homer, Iliad 11,722; 23,462, and other writings; (cf. Liddell and Scott, under the word III:1)).
2. without force and effort; to throw or let go of a thing without caring where it falls: κλῆρον to cast a lot into the urn (B. D. under the word Lot), κυβους, Plato, legg. 12, p. 968e. and in other writings). to scatter: κοπρία (st] κοπρίαν), ἐπί τῆς γῆς, εἰς κῆπον, to throw, cast, into: ἀργύριον εἰς τόν κορβανᾶν (L marginal reading Tr marginal reading κορβᾶν), χαλκόν, δῶρα, etc., εἰς τό γαζοφυλάκιον, βάλλειν τί τίνι, to throw, cast, a thing to: τόν ἄρτον τοῖς κυναρίοις, ἔμπροσθεν τίνος, ἐνώπιον τίνος, σκάνδαλον, b. β.); to give over to one's care uncertain about the result: ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις, to deposit, to pour, to pour in: followed by εἰς, οἶνον εἰς τόν πιθον, Epictetus 4,13, 12; of rivers, ῥων εἰς ἅλα, Ap. Rhod. 2,401, etc.; the Sept. Ald., Complutensian)); to pour out, ἐπί τίνος, εἰς τί, to put into, insert: τούς δακτύλους εἰς τά ὦτα); χαλινούς εἰς τό στόμα to let down, cast down:); εἰς τήν καρδίαν τίνος, to suggest, τί ἐν θυμῷ τίνος, Homer, Odyssey 1,201; 14,269; εἰς νοῦν, schol. ad Pindar Pythagoras 4,133; others; ἐμβάλλειν εἰς νοῦν τίνι, Plutarch, vit. Timol c. 3). (Compare: ἀμφιβάλλω, ἀναβάλλω, ἀντιβάλλω, ἀποβάλλω, διαβάλλω, ἐκβάλλω, ἐμβάλλω, παρεμβάλλω, ἐπιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, συμβάλλω, ὑπερβάλλω, ὑποβάλλω.)
Greek Monolingual
(AM βάλλω)
1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω»)
2. βάλλομαι
δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά
3. τοποθετώ, βάζω
4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» — φωνάζω, κραυγάζω
αρχ.-μσν.
«βάλλω είς voῡv», «... κατά νοῦν», «...εἰς λογισμόν» — βάζω στον νου μου, σκέφτομαι κάτι
2. βαδίζω, προχωρώ
μσν.
1. «βάλλω χέρα» — αρχίζω
2. «βάλλω γονυκλισίαν» — βάζω μετάνοια, γονατίζω
3. (για ασθένεια) προσβάλλω
αρχ.
Ι. 1. κτυπώ, πλήττω
2. ρίχνω, απορρίπτω
3. αφήνω να πέσει κάτι
4. (για τα μάτια) ρίχνω κάπου τη ματιά μου, στρέφω το βλέμμα μου
5. (για ζώα) οδηγώ, κατευθύνω ή τοποθετώ σε ορισμένη θέση
6. τοποθετώ κάτι κάπου
7. (για χρήματα) τοποθετώ, καταθέτω
8. (για ζάρια, κύβους κ.λπ.) ρίχνω α) «τρὶς ἕξ βαλεῖν» — φέρνω τρεις εξάρες
β) «εὔ...» ή «καλῶς βάλλειν» — φέρνω καλή ζαριά, είμαι τυχερός
9. φρ. «βάλλ' ἐς κόρακας» — άι στον κόρακα, άι στα κομμάτια
II. (-ομαι)
1. περιβάλλομαι, φοράω («τόξα ἀμφ' ὤμοισιν βάλλομαι», «ἐπὶ κάρα στέφη βάλλομαι»)
2. φρ. α) «ἐς γαστέρα βάλλομαι γόνον» — συλλαμβάνω
β) «κρηπῖδα βάλλομαι» — θεμελιώνω, στερεώνω
γ) «βάλλομαι ἱερὸν περί τι» — χτίζω
δ) «βάλλομαι ἄγκυραν» — ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ. (Βλ. και βάζω και βάνω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θέμα του ενεστώτα βάλλω αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα βαλ (με απαθή βελ- < gwel-, πρβλ. βέλος και ετεροιωμένη βολ-, πρβλ. βολή), όπου τα διπλά -λλ- ερμηνεύονται από τον σχηματισμό του θέματος είτε με επίθημα -y- (βάλιω), είτε, το πιθανότερο, με έρρινο επίθημα -ν- (βαλ-ν-∂-ω, αθέματο βαλ-ν-η-μι). Παράλληλα προς τις μονοσύλλαβες το θέμα εμφανίζει και δισύλλαβες μεταπτωτικές βαθμίδες, ήτοι βλη- < gwled1 (πρβλ. βλήμα, βέ-βλη-κα, αβεστ, ni-γrā-ire «είναι καταβεβλημένοι», τοχ. Α' και Β' klā- «πέφτω») και βελε- (πρβλ. βέλεμνον), οι οποίες βασίζονται σε αρχική ρίζα βέλη-. Η δισύλλαβη ρίζα επιβεβαιώνεται επίσης στο σανσκρ. ud-gurna- «ανυψωμένος», ενώ η σύνδεση του βάλλω με σανσκρ. galati «στάζω στάλα-στάλα» και αρχ. άνω γερμ. guellam «πηγάζω» δεν φαίνεται δυνατή. Το ρ. βάλλω στην Ιων.-Αττ. και κυρίως στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημασία του «πλήττω» (αντιτιθέμενο σημασιολογικά προς το τύπτω), σε άλλες δε περιπτώσεις επίσης στον Όμηρο έχει την έννοια του «ρίπτω, εκτοξεύω» ή «βάζω». Τέλος, ως αμετάβατο το ρ. βάλλω αναφέρεται σε ποταμό και σημαίνει «ρίπτομαι, εκβάλλω».
ΠΑΡ. βέλος, βλήμα, βλητός, βολή, βόλος
αρχ.
βέλεμνον
μσν.- νεοελλ.
βαλμός
νεοελλ.
βάλσιμο, βαλτός.
ΣΥΝΘ. αμφιβάλλω, αναβάλλω, αποβάλλω, βιαβάλλω, εισβάλλω, εκβάλλω, εμβάλλω, επιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, παραβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, προσβάλλω, συμβάλλω, υπερβάλλω, υποβάλλω
αρχ.
αντιβάλλω
νεοελλ.
εφεσιβάλλω, πανικοβάλλω].
Greek Monotonic
βάλλω: (√ΒΑΛ), μέλ. βᾰλῶ, Ιων. βαλέω, σπάνια βαλλήσω· αόρ. βʹ ἔβαλον, Ιων. απαρ. βαλέειν· παρακ. βέβληκα· υπερσ. ἐβεβλήκειν, Επικ. βεβλήκειν· Μέσ. γʹ ενικ. Ιων. παρατ. βαλλέσκετο· μέλ. βᾰλοῦμαι· αόρ. βʹ ἐβαλόμην, Ιων. προστ. βαλεῦ· Παθ. μέλ. βληθήσομαι και βεβλήσομαι· Παθ. αόρ. ἐβλήθην· στον Όμηρ. υπάρχει ένας συγκεκ. τύπος γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. ἔβλητο, υποτ. βλήεται (αντί βλῆται), βʹ ενικ. ευκτ. βλῇο ή βλεῖο· απαρ. βλῆσθαι· μτχ. βλήμενος· Παθ. παρακ. βέβλημαι, Ιων. γʹ πληθ. βεβλήαται· Παθ. υπερσ. ἐβεβλήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἐβεβλήατο. Α. Ενεργ., ρίχνω,
I. 1. με αιτ. προσ. ή πράγμ., ρίχνω με στόχο να χτυπήσω, χτυπώ κάποιον με οποιοδήποτε βλήμα, αντίθ. προς τα ρ. που σημαίνουν «χτυπώ ενώ έχω το όπλο στο χέρι» (τύπτω, οὐτάω), βλήμενος ἠὲ τυπείς, σε Ομήρ. Ιλ.· με διπλή αιτ. προσ. και μέρους, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ, στο ίδ.· με προστιθέμενο σύστ. αντ., ἕλκος, τό μιν βάλε, πληγή, τραύμα το οποίο αυτός του δημιούργησε, στο ίδ.· επίσης, βάλε κατ' ἀσπίδα, χτύπησε επάνω στην ασπίδα, στο ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον, στο ίδ.· χρησιμοποιείται για τον ήλιο, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν (χθόνα), σε Ομήρ. Οδ.· προσβάλλω τις αισθήσεις, λέγεται για τον ήχο, κτύπος οὔατα βάλλει, σε Ομήρ. Ιλ.
3. μεταφ., βάλλω τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, πλήττω κάποιον με ονειδισμούς, σε Σοφ. κ.α.· φθόνος βάλλει τινά, σε Αισχύλ.
II. 1. με αιτ. του όπλου που χρησιμοποιείται προς ρίψη, ρίχνω, εξακοντίζω, βαλὼν βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νηυσὶν πῦρ βάλλειν, στο ίδ.· με δοτ. του βλήματος, του μέσου, ρίχνω, πλήττω με κάποιο πράγμα, χερμαδίοισι βάλλον, στο ίδ.· βέλεσι βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν ἐπί τινα, ρίχνω εναντίον κάποιου, σε Θουκ.· ἐπὶ σκοπὸν ή σκοποῦ βάλλειν, σε Ξεν.
2. γενικά, λέγεται για κάθε είδους βαλλόμενο πράγμα, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον, σε Ομήρ. Ιλ., κ.α.· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, βάλλειν τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, σε Όμηρ. κ.α.· μεταφ., ἐς κακὸν βάλλειν τινά, σε Ομήρ. Οδ.· βάλλειν τινὰ ἐς φόβον, σε Ευρ.· επίσης, ἐν αἰτίᾳ ή αἰτίᾳ βάλλειν τινά, σε Σοφ.
3. αφήνω κάτι να πέσει, ἑτέρωσε κάρη βάλεν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλλειν ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, σε Ομήρ. Οδ.
4. λέγεται για τα μάτια, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα, στρέφω το βλέμμα μου σε άλλη κατεύθυνση, στο ίδ. κ.α.
5. με χαλαρότερη έννοια, πετώ, τοποθετώ, εναποθέτω, ἐν στήθεσσι μένος βάλε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπως... φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, μπορούμε να βάλουμε τη φιλία μεταξύ τους, στο ίδ.· βάλλειν τί τινι ἐν θυμῷ, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς θυμὸν βάλλειν, βάζω στην καρδιά μου (με τη σημασία του Μέσ. τύπου), σε Σοφ.
6. βάλλω ολόγυρα, ἀμφ' ὀχέεσσι βάλε κύκλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επιπλέον λέγεται για ενδύματα και όπλα, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις... βάλ' αἰγίδα, στο ίδ.
7. η μτχ. βαλών μερικές φορές προστίθεται, όπως το λαβών ή το ἔχων, στο τέλος της πρότασης ή της περιόδου σχεδόν κατά τρόπο πλεοναστικό, σε Σοφ.
III. 1. αμτβ., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, ο ποταμός χύνεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν πέδῳ βαλῶ (ενν. ἐμαυτήν), σε Αισχύλ.
2. ομοίως στην καθομιλουμένη, βάλλ' ἐς κόρακας, εξαφανίσου! πήγαινε απ' εδώ, γκρεμίσου! Λατ. pasce corvos! abi in malam rem! σε Αριστοφ.Β. I. 1. Μέσ., θέτω, βάζω σε κάτι δικό μου, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, για να το βάλεις στο νου σου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐςθυμὸν βάλλεσθαί τι, σε Ηρόδ.· ἐφ' ἑωυτοῦ βαλόμενος, κατά την προσωπική κρίση κάποιου, από μόνος του, στον ίδ.
2. τόξα ἤ ξίφος ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι, ρίχνω γύρω απ' τους ώμους μου τα τόξα ή το ξίφος, σε Ομήρ. Ιλ.
3. ἐς γαστέρα βάλλεσθαι, λέγεται για γυναίκες, συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ.
4. βάζω θεμέλια, βάσεις, ξεκινώ να δημιουργώ κάτι, οἰκοδομίαν, στρατόπεδον, σε Πλάτ., κ.α.· βάλλειν ἄγκυραν, ρίχνω άγκυρα, σε Ηρόδ.
II. σπανιότερα, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, ρίχνω νερό στο σώμα μου, λούζομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
βάλλω: (fut. βᾰλῶ - ион. βαλέω, редко βαλλήσω; aor. 2 ἔβᾰλον, pf. βέβληκα; pass.: fut. βληθήσομαι и βεβλήσομαι, aor. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι) реже med.
1 бросать, кидать, метать (τι εἰς ἅλα, ἐν πυρί, ποτὶ πέτρας, προτὶ γαίῃ Hom.; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr.): β. τινί Hom., Pind., Soph., Eur., Thuc., Arph., Xen. реже τι Hom. метать что-л.; β. κύβους Aesch., Soph., Plat., Plut. бросать кости или жребий; β. πῦρ Hom., Polyb. поджигать;
2 метать копья (ἐκ χειρός Xen.; β. καὶ τοξεύειν Dem.);
3 ронять: β. δάκρυ Hom. проливать слезы; β., тж. β. τοὸς ὀδόντας Arst. терять зубы;
4 надевать, приставлять, приделывать (κύκλα ἀμφὶ ὀχέεσσι Hom.): ἐν πύλαισιν ἀκοὰν β. Eur. приложить ухо к двери;
5 надевать, накидывать (αἰγίδα ἀμφ᾽ ὤμοις, ῥάκος ἀμφί τινι, med. ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος Hom.; κρήδεμνον πλοκάμοις Anth.);
6 закидывать, забрасывать (τὸ δίκτυον εἰς τὴν θάλασσαν NT; ἀμφί τινι χεῖρας и πήχεε Hom.): ἐπὶ γᾶν Φρυγῶν ποδὸς ἴχνος βαλεῖν Eur. ступить на фригийскую землю;
7 валить, опрокидывать (τινὰ ἐν δαπέδῳ и ἐν κονίῃσι Hom.): ἐς γόνυ τὴν πόλιν β. Her. поставить на колени, т. е. сокрушить государство;
8 низвергать, разрушать (οἶκον Aesch.);
9 извергать, изгонять (τινὰ γῆς ἔξω Soph.): ἄθαπτόν τινα βαλεῖν Soph. лишить кого-л. погребения;
10 ввергать, повергать (τινὰ ἐς κακόν Hom.; τινὰ εἰς δεῖμα Her. и εἰς φόβον Eur.): βαλεῖν τινα εἰς ἔχθραν Aesch. навлечь на кого-л. ненависть; ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν τινα Soph. возвести на кого-л. обвинение; τὴν χώραν κινδύνῳ βαλεῖν Aesch. подвергнуть страну опасности;
11 поворачивать, направлять (νῆας ἐς πόντον Hom.; ὄμματα ἑτέρωσε Hom. и πρὸς γῆν Eur.; πρὸσωπον εἰς γῆν Eur.);
12 опускать, склонять (ἑτέρωσε κάρη Hom.);
13 гнать, погонять (ἵππους πρόσθε Hom.; κάτωθε τὰ μοσχία Theocr.);
14 ударять, поражать (τινὰ δουρί Hom.; τινὰ κακοῖς Eur.): βαλεῖν τινά τι, κατά, πρός и ὑπό τι, реже β. τινος κατά τι Hom. ударить (ранить) кого-л. во что-л.; ἕλκος τό μιν βάλε ἰῷ Hom. рана, которую он нанес ему стрелой: β. ψόγῳ τινά Eur. оскорблять кого-л.; β. ἐπὶ σκοπόν Xen., τοῦ σκοποῦ Plat. и ἐπὶ σκοποῦ (v.l. ἐπίσκοπα) Luc. попадать в цель; ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Hom. глубоко огорченный в душе; βάλλει με φθόγγος δι᾽ ὤτων Soph. до ушей моих доносится шум;
15 (sc. ὕμνῳ) воспевать, славить (τινά Pind.);
16 вгонять, вонзать (ἰὸν ἐνὶ στήθεσσί τινι Hom.);
17 наводить, нагонять, насылать (ὕπνον ἐπὶ βλεφάροις Hom.);
18 внушать, вселять (τί τινι ἐν θυμῷ Hom., θυμῷ Aesch. и εἰς θυμόν Soph., Plut., ἐν στήθεσσι Hom. и ἐν καρδίᾳ Pind.; λύπην τινί Soph.);
19 грузить, нагружать (μῆλα ἐν νηΐ Hom.);
20 med. погружаться (χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς HH);
21 (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться, падать (ἐν πέδῳ Aesch.); (о реке) изливаться, впадать (ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων Hom.): ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Hom. кобылицы, обогнувшие столб; βάλλ᾽ ἐς κόρακας! Arph. убирайся прочь!, проваливай!; βάλλ᾽ ἐς μακαρίαν! Plat. что ты, бог с тобой!; εἰς ὕπνον βαλεῖν Eur. заснуть;
22 (о жидкости), обрызгивать, окроплять, (τινά Hom., Eur.);
23 осыпать, обдавать (ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Hom.);
24 наливать, вливать (οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς NT);
25 тж. med. озарять, освещать (ἀκτῖσιν Hom.; γαῖαν Eur.; σελήνη βαλλομένη διὰ θυρίδων Anth.);
26 med. насыпать, возводить (χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem.; χάρακα Polyb., Plut.); закладывать (κρηπῖδα Pind.; τὰς οἰκοδομίας Plat., ἀρχὴν τῶν πραγμάτων Luc.);
27 med. обдумывать, замышлять (τι ἐπὶ θυμῷ и μετὰ φρεσί Hom.; ἐνὶ φρεσί Hom., Hes. или ἐπ᾽ ἑωυτοῦ Her.): ἐς θυμὸν ἐβάλετο Her. он решил;
28 med. зачать; βαλεσθαι ἐς γαστέρα γόνον Her. забеременеть.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: throw, hit (Il.), orig. reach, hit by throwing?, s. DELG.
Other forms: Aor. βαλεῖν (βλείην, ξυμβλήτην, ἔβλητο), pf. βέβληκα, -μαι, (βεβολημένος from *βέβολα Chantr. Gramm. hom. 1,235?), fut. βαλῶ, also βαλλήσω (s. βαλλητύς).
Dialectal forms: Arc. δέλλω in ἐσ-δέλλω = ἐκ-βάλλω, also ζέλλω, ἔζελεν (EM, s. below).
Compounds: Many compounds: ἀνα-, ἀπο-, ἐμ-, ἐκ-βάλλω etc.
Derivatives: 1. βόλος m. thowing, net (A.); in comp. πρόβολος m. projecting land etc. (Od.) - 2. βολή f. throw(ing) (Il.). - Many deriv. from βόλος, βολή: see DELG - 3. βέλος n. throwing weapon (Il.); cf. βελόνη. - 4. βέλεμνον arrow, javelin (Il.), s. below). - 5. -βλής in comp., e.g.. προβλής, -ῆτος projecting (Il.). - 6. βλῆμα throw, throwing weapon; wound. - 7. -βλησις in comp., ἀνάβλησις delay (Il.). - 8. -βληστρον (for the σ Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον net (Hes.). S. βαλλητύς, βλῆτρον. - Few agent nouns; beside βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); in comp. (hellen.) -βολεύς, e. g. ἀμφιβολεύς; also διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. In comp. -έτης in ἑκατηβελέ-της (Il.) = ἑκατηβόλος. - Adj.: in comp. -βλητικός and -βλήσιμος; adverbs in -δην, παραβλήδην (Il.). - Deverb. βολέω in βεβολήατο, βεβολημένος etc., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 435.
Origin: IE [Indo-European] [472] *gʷelh₁- hit by throwing
Etymology: Ion.-Att. βάλλω and Arc. δέλλω (with sec. assibilation ζέλλω) show original gu̯-. The geminate -λλ- either from a yod-present *βαλ-ιω or a nasal present *βαλ-ν-H-ω, athem. *βάλ-ν-η-μι. δέλλω (ζέλλω) from the aorist ἔζελεν ἔβαλεν H., which was reshaped from an athematich aor (*e-gʷelh₁-t). βελε- also in ἑκατηβελέτης, and in βελεμν- (but s. Fur. 151: to πελεμίζω). ἔβαλον from the athem. aor. zero grade *gʷl̥h₁-. The form βλη- prob. from zero grade *gʷl̥h₁-, which is certain for ἔβλητο. - Remarkably, this old verb has no certain relatives. Av. ni-γrā-ire prob. for *niγna-; uncertain Toch. A B klā- fall, Skt. ud-gūrṇa-, OIr. atbaill dies; s. LIV. (Not to Skt. galati drip, OHG. quellan hervorquellen etc.) - Cf. βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.
Middle Liddell
[Root !βαλ]
A. Act. to throw:
I. with acc. of person or thing aimed at, to throw so as to hit, to hit one with a missile, opp. to striking (τύπτω, οὐτάω), βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.; c. dupl. acc. pers. et partis, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῶι Il.: c. acc. cogn. added, ἕλκος, τό μιν βάλε the wound which he gave him, Il.:—also, βάλε κατ' ἀσπίδα smote upon it, Il.
2. of things, ἡνίοχον ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Il.; of the Sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [χθόνα] Od.: to strike the senses, of sound, κτύπος οὔατα βάλλει Il.
3. metaph., β. τινὰ κακοῖς to smite with reproaches, Soph., etc.; φθόνος βάλλει τινά Aesch.
II. with acc. of the weapon thrown, to throw, cast, hurl, βαλὼν βέλος Il; ἐν νηυσὶν πῦρ βάλλειν Il.:—with dat. of the weapon, to throw or shoot with a thing, χερμαδίοισι Il.; βέλεσι β. τινα Hom.; β. ἐπί τινα to throw at one, Thuc.; ἐπὶ σκοπόν or σκοποῦ Xen.
2. generally of anything thrown, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il., etc.:—of persons, β. τινὰ ἐν κονίηισιν, ἐν δαπέδωι Hom., etc.; metaph., ἐς κακὸν β. τινά Od.; β. τινὰ ἐς φόβον Eur.; also, ἐν αἰτίαι or αἰτία β. τινά Soph.
3. to let fall, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.; β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.
4. of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them the other way, Od., etc.
5. in a loose sense, to throw, to put, place, ἐν στήθεσσι μένος βάλε Il.; ὅπως φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put frienship between them, Il.; β. τί τινι ἐν θυμῶι Od.; ἐς θυμὸν β. to lay to heart, Soph.
6. to put round, ἀμφ' ὀχέεσσι βάλε κύκλα Il.; and of clothes or arms, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις βάλ' αἰγίδα Il.
7. βαλών is sometimes added, like λαβών or ἔχων, at the end of a sentence, almost as an expletive, with, Soph.
III. intr., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων falling, Il.; ἐν πέδωι βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) Aesch.
2. so in familiar language, βάλλ' ἐς κόρακας away with you! be hanged! Lat. pasce corvos! abi in malam rem! Ar.
B. Mid. to put for oneself, ἐνὶ θυμῶι βάλλευ lay it to heart, Od.; ἐς θυμὸν βάλλεσθαί τι Hdt.; ἐφ' ἑωυτοῦ βαλόμενος on one's own judgment, of oneself, Hdt.
2. τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοις βάλλεσθαι to throw about one's shoulder, Il.
3. ἐς γαστέρα βάλλεσθαι, of a woman, to conceive, Hdt.
4. to lay the foundations of, begin to form, οἰκοδομίαν, στρατόπεδον, Plat., etc.; β. ἄγκυραν to cast anchor, Hdt.
II. rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς to dash one's flesh with water, bathe, Hhymn.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάλλω, imperat. med. ep. βάλλεο, Ion. βάλλευ, imperf. ep. βάλλον, med. βαλλόμην, iterat. βαλλέσκετο; them. aor. ἔβαλον, poët. βάλον, iterat. βάλεσκε, ep. conj. 2 sing. βάλῃσθα, ep. opt. 2 sing. βάλοισθα, Ion. imperat. med. βαλεῦ, ep. Ion. inf. act. βαλέειν, poët. ptc. f. βαλοῖσα, stamaor. in compos. -έβλην, med. met pass. bet. 3 sing. ἔβλητο, conj. med. met pass. bet. 3 sing. βλήεται, opt. act. 2 sing. βλείης, med. met pass. bet. βλῃο, inf. βλήμεναι, med. met pass. bet. βλῆσθαι, ptc. act. βλείς, med. met pass. bet. βλήμενος; aor. pass. ἐβλήθην; perf. act. βέβληκα, opt. βεβλήκοι, plqperf. ἐβεβλήκειν, perf. med.-pass. βέβλημαι, ep. Ion. 3 plur. βεβλήαται, imperat. med. βέβλησο, plqperf. med.-pass. ἐβεβλήμην, Ion. 3 plur. -εβεβλέατο; fut. βαλῶ, zelden βαλλήσω, Ion. βαλέω, med. βαλοῦμαι, pass. βληθήσομαι werpen
1. met dat. van projectiel (niet weglaatbaar) gooien (met):. οἱ δ’ ἄρα χερμαδίοισι... βάλλον zij gooiden met slingerstenen Il. 12.155; λίθοις ἔβαλλον zij gooiden met stenen Thuc. 4.34.1.
2. met acc., en meestal met bep. van richting of prep. bep.
3. werpen, gooien.
4. met acc. v. zaak of projectiel:; πόντονδε β. βέλος een projectiel in zee gooien Od. 9.495; ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ hij wierp de scepter tegen de grond Il. 1.245; εὐνὰς βαλέειν de ankers uitwerpen Od. 9.137; ook med..; ἄγκυραν... τήν... βαλλέσκετο het anker dat hij telkens uitwierp Hdt. 9.74.1; spec. bij dobbelen:; τρὶς ἓξ β. drie maal zes gooien Aeschl. Ag. 33; overdr..; ὕπνον ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε aangename slaap wierp zij over zijn oogleden Od. 16.451; λύπην πᾶσιν Ἀργείοις βαλεῖς jij zult verdriet over de Grieken uitstorten Soph. Ph. 67; χώραν τήνδε κινδύνῳ βάλλειν dit land aan gevaar blootstellen Aeschl. Sept. 1048; τί πρὸς γῆν ὄμμα σὸν βαλὼν ἔχεις waarom houd je je blik neergeslagen naar de grond? Eur. Ion 582; abs..; ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι zoals de goden (het) mij ingeven Od. 1.201; med..; ἐν θυμῷ δ’ ἐβάλοντο ἔπος zij namen zijn woord ter harte Il. 15.566; σὺ δ’ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι overweeg jij het bij jezelf Il. 1.297; ἐπ’ ὑμέων αὐτῶν βαλόμενοι ποιέειν ταῦτα als jullie het zelf op je genomen hadden dat te doen Hdt. 3.71.5; ἐπὶ κάρᾳ στέφη βάλλεσθαι zich een krans op het hoofd zetten Eur. IA 1513; εἰς μνήμην ἐβάλοντο zij riepen in herinnering Plut. Sull. 12.6; alg. voor plaatsen:; βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην steek je zwaard in de schede NT Io. 18.11; βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς zij gieten nieuwe wijn in nieuwe zakken NT Mt. 9.17; idiom.. βαλεῖν τὰ ἀργύρια het geld (bij de bankiers) deponeren NT Mt. 25.27.
5. met acc. v. levend wezen:; τοὺς σοὺς πρόσθε βαλών door jouw eigen paarden voor (de mijne) te gooien Il. 23.572; ἦ με γῆς ἔξω βαλεῖν; (wat wil je?) soms mij het land uitgooien? Soph. OT 622; pregn..; ἐμέ... ἄτιμον ἔβαλον mij hebben zij eerloos verstoten Soph. Ph. 1028; (neer)werpen:; τάων ἐν κονίῃσι βάλες... παρακοίτας (de vrouwen) van wie je de mannen in het stof hebt geworpen Il. 8.156; ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακήν hij gooide hem in de gevangenis NT Mt. 18.30; overdr..; ὁ τῆσδ’ ὄλεθρος ἐς φόβον βαλεῖ τὸ μῶρον αὐτῶν haar dood zal hun dwaasheid angst aanjagen Eur. Tr. 1058; βαλεῖν ἐν αἰτίᾳ... αὐτὸν αὑτόν zichzelf de schuld geven Plat. Epist. 341a; med.. ἐς γαστέρα ἄλλον βαλέσθαι γόνον nog een keer drachtig worden Hdt. 3.28.2.
6. werpen, laten vallen:. ἑτέρωσε κάρη βάλεν hij liet zijn hoofd opzij vallen Il. 8.306; βαλέειν τ’ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν een traan van onze wangen laten vallen Od. 4.198; ὡς συκῆ βάλλει τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς gelijk een vijgenboom zijn wintervijgen laat vallen NT Apoc. 6.13.
7. spec. med. een fundament leggen, een basis leggen:. τὰς οἰκοδομίας χρὴ οὕτως ἐξ ἀρχῆς βάλλεσθαι men dient de constructie van de gebouwen van meet af aan zo te ontwerpen Plat. Lg. 779b; κρηπίδα βεβαιοτάτην... βαλόμενος na een zeer stevig fundament gelegd te hebben Luc. 3.4.
8. idiom., schijnbaar intrans. zich storten, vallen; van rivieren; ποταμός... εἰς ἅλα βάλλων de rivier die in zee uitmondt Il. 11.722; overdr. als verwensing:. βάλλ’ ἐς κόρακας loop naar de maan! (val dood!) Aristoph. Ve. 835; ἔβαλεν κατ’ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικός een stormwind stak op over het (eiland) NT Act. Ap. 27.14.
9. met acc., altijd zonder prep. bep. treffen, raken; met acc. v. pers..; τὸν μὲν... βάλ’... Ἀπόλλων hem trof Apollo Od. 7.64; met dat. instr. en acc. v. zaak; τῷ βάλεν Αἴαντος... σάκος hiermee trof hij het schild van Aias Il. 7.266; met dubb. acc. van geheel en deel; μιν βάλε μηρὸν hij trof hem in zijn dijbeen Il. 11.583; met acc. v. h. inw. obj. van wonden; ἕλκος... τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ de wond die Pandaros hem met zijn pijl had toegebracht Il. 5.795; abs..; βάλεν οὐδ’ ἀφάμαρτε hij trof doel en miste niet Il. 11.350; pass..; βέβληται δὲ καὶ Εὐρύπυλος ook Eurupulos is getroffen Il. 11.662; δαλῷ βεβλημένος door een fakkel getroffen Od. 19.69; βάλλεσθαι κεραυνοῖς ὑπ’ αὐτου τὴν Λακεδαίμονα dat Sparta door hemzelf met bliksems werd getroffen Plut. Pyrrh. 29; uitbr..; οὔτε ποτ’ ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν de stralende zon drong er nooit in door (d.w.z. in de schuilplaats) met zijn stralen Od. 5.479; vaak van geluiden. ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει lawaai treft mijn oren Il. 10.535; βάλλει μ’ ἐτύμα φθογγά een echt stemgeluid treft mijn oor Soph. Ph. 205.
10.
11.
Frisk Etymology German
βάλλω: {bállō}
Forms: Aor. βαλεῖν, Perf. βέβληκα, Fut. βαλῶ, auch βαλλήσω (vgl. zu βαλλητύς)
Grammar: v.
Meaning: werfen, treffen (seit Il.).
Composita: Ark. δέλλω in ἐσδέλλω = ἐκβάλλω, auch ζέλλω (EM, vgl. unten). Zahlreiche gebräuchliche Komposita: ἀνα-, ἀπο-, ἐμ-, ἐκβάλλω usw.
Derivative: mit mehreren Ableitungen. — Davon viele Nomina, vorw. actionis od. instrumenti: 1. βόλος m. ‘das Werfen (eines Fischernetzes), Zugnetz, Zug’ (vorw. poet. seit A.); in Komposita (auch Prosa), z. B. πρόβολος m. Vorsprung usw. (seit Od.) zu προβάλλω; vgl. Leroy Mélanges Boisacq 2, 101f. — 2. βολή f. das Werfen, der Wurf, von Wurfwaffen, vom Donnerkeil, von den Sonnenstrahlen usw. (vorw. poet. seit Il.); zahlreiche Ableitungen von Komposita, die auch der Prosa angehören. — Von βόλος und βολή: βολίς, -ίδος Wurfgeschoß, Würfelfall, Würfel (LXX, Plu., AP), auch Senkblei (Sch.), wovon βολίδιον (Olymp.), aber in dieser Bedeutung vielmehr postverbal zu βολίζω ‘(das Senkblei) auswerfen’ (Act. Ap. 27, 28, Eust.), Pass. ins Wasser sinken I 216(Gp.); βόλιμος verschoben, vertagt (Gonni, Chios), vorw. zu Komposita: ἀνα-, ἐκ-, ἐμβόλιμος usw., s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 60f., 52, 55ff.; βολεός (λίθος) zusammengeworfen (Inschr.); βολεών m. Düngerhaufen (Din., Nik. u. a.), vgl. κοπρών und andere Nomina auf -(ε)ών bei Schwyzer 488, Chantraine Formation 164; βολιστικός für das Zugnetz bestimmt (Plu.). — 3. βέλος n. Wurfgeschoß, bes. Pfeil, Wurfspieß, auch Waffe im allg. (seit Il.); davon τὰ βελικά (Ath. Mech.); vgl. indessen auch βελόνη. — 4. βέλεμνα n. pl. von *βέλεμα (vgl. βλῆμα unten), sek. sg. βέλεμνον Pfeil, Wurfspieß (poet. seit Il.). — 5. -βλής zu Komposita, z. B. προβλής, -ῆτος vorspringend, Vorsprung (seit Il.) von προβάλλω. — 6. βλῆμα (für *βέλεμα, Specht KZ 63, 207ff.) Wurf, Wurfgeschoß, Wunde; zahlreiche Ableitungen von Komposita, z. B. πρόβλημα Vorsprung, Schutzwehr, Problem (ion. att.). — 7. -βλησις nur vereinzelt zu Komposita, z. B. ἀνάβλησις Aufschub (seit Il.). — 8. -βληστρον (mit unklarem σ, vgl. Chantraine Formation 334, Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον Zugnetz (Hes., Hdt., A. usw.); vom Simplex βληστρίζω heftig werfen, schütteln (Hp., Xenoph. u. a.) mit βληστρισμός (Hp.). — 9. -βληθρον in τὰ ἔμβληθρα Verladekosten (Pap.), vgl. Schwyzer 532 A. 4. — 10. βαλλητύς und 11. βλῆτρον s. bes. — 12. Für sich steht βολετισμός das Angeln (Orac. in Ath. Mitt. 25, 399) von *βολετίζω, das (über *βολετός?) auf βόλος zurückzugehen scheint. — Die Nomina agentis sind dagegen selten. Vom Simplex nur βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); zu den Komposita treten, fast ausschließlich seit hellenistischer Zeit (μεταβολεύς D.), Nomina auf -ευς, z. B. ἀμφιβολεύς, auf; außerdem διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. Als Hinterglied endlich eine Bildung auf -έτης in der Zusammenbildung ἑκατηβελέτης (Il. usw.) = ἑκατηβόλος. — Adjektiva: Zu den Komposita Bildungen auf -βλητικός und -βλήσιμος; Adverbia auf -δην, z. B. παραβλήδην (Il. usw.). — Als Deverbativum wird allgemein βολέω angesetzt auf Grund der epischen Perfektformen βεβολήατο, βεβολημένος usw.; kaum notwendig, s. Frisk Eranos 40, 86f., außerdem Chantraine Gramm. hom. 1, 435, Shipp Studies 43f. — Zum epischen Gebrauch von βάλλω nebst Ableitungen s. Trümpy Fachausdrücke 104ff., Porzig Satzinhalte 112f.
Etymology: Ion. att. βάλλω und ark. δέλλω (mit sekundärer Assibilation ζέλλω) repräsentieren verschiedene Ablautstufen eines Verbs, das wegen des wechselnden Anlautes einen ursprünglichen Labiovelar gu̯- enthalten hat. Die Geminata -λλ- erklärt sich entweder aus einem Jotpräsens *βαλιω (z. B. Brugmann-Thumb 347) oder, vielleicht besser, aus einem (ursprünglich athematischen) Nasalpräsens *βαλν-ə-ω, athem. *βάλν-ημι (Specht KZ 59, 98, Wackernagel-Debrunner KZ 67, 159f.); die dafür angeführten Gründe sind allerdings nicht zwingend. Auf jeden Fall ist die von βάλλω repräsentierte Schwundstufe als alt zu betrachten; das hochstufige δέλλω (ζέλλω) stammt aus dem Aorist ἔζελεν· ἔβαλεν H., der, wie z. B. ἔτεμε, eigentlich athematisch war (Specht a. a. O.). Das neben βαλ-, δελ- (durch Analogie βελ-) stehende βλη- in βέβληκα usw., das auf eine zweisilbige Wurzel schließen läßt (vgl. noch βέλεμνα), hat ein genaues Gegenstück in aw. ni-γrā-ire sie werden niedergeschleudert; in Betracht kommt auch toch. A B klā- fallen. Die zweisilbige Wurzel wird durch aind. ud-gūrṇa- emporgehoben (Schwundstufe wie in pūrṇá- voll gegenüber πλήρης) bestätigt, s. Wackernagel-Debrunner a. a. O., wo auch andere aind. Formen besprochen werden. — Sehr unsicher ist dagegen, ob aind. galati herabtröpfeln, ahd. quellan hervorquellen usw. (s. Bq s. βάλλω, WP. 1, 690f., Pok. 472f.; vgl. auch zu βλύζω) hierhergehören; darüber Wackernagel-Debrunner a. a. O.; außerdem Fraenkel KZ 71, 39 (gegen Verbindung mit lit. gulė́ti liegen). Weitere Lit. bei Schwyzer 693 A. 9. — Vgl. noch βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.
Page 1,216-217
Chinese
原文音譯:b£llw 巴羅
詞類次數:動詞(125)
原文字根:投 相當於: (נָפַל) (שָׁלַח)
字義溯源:拋*,投,丟,拈,探,放,擲,撒,扔,裝,摔,躺,跳,打,存,撲,澆,收,吐,帶,倒,落,垂,餵,種,除
同源字:1) (ἀμφιβάλλω)四圍投拋 2) (ἀμφίβληστρον)網 3) (ἀναβάλλω)推諉 4) (ἀναβολή)延期 5) (ἀντιβάλλω)寒喧 6) (ἀποβάλλω)丟棄 7) (ἀπόβλητος)捨棄 8) (ἀποβολή)丟棄 9) (βάλλω / ἀμφιβάλλω)拋 10) (βελόνη)標槍 11) (βέλος)火箭 12) (βελτίων)較佳的 13) (βλητέος)被安排 14) (βολή)拋 15) (βολίζω)拋投鉛錘 16) (βολίς)箭 17) (διαβάλλω)詆毀 18) (διάβολος)詆毀者 19) (ἐκβάλλω)逐出 20) (ἐκβολή)放逐 21) (ἐμβάλλω)拋出 22) (ἐπιβάλλω)拋上 23) (ἐπίβλημα)補并 24) (καταβάλλω)摔下去 25) (καταβολή)堆積 26) (λιθοβολέω)拋石頭 27) (μεταβάλλω)放棄 28) (πάλη)角力 29) (παραβάλλω)停靠 30) (παραβολή)比喻 31) (παρεμβάλλω)從旁拋進 32) (παρεμβολή)從旁投入 33) (παρεμβάλλω / περιβάλλω)披裹 34) (περιβόλαιον)圍裹 35) (προβάλλω)向前拋 36) (σκύβαλον)丟給狗的 37) (συμβάλλω)聯結 38) (τρίβολος)鐵蒺藜 39) (ὑπερβαλλόντως)過度地 40) (ὑπερβάλλω)超越 41) (ὑπερβολή)極其優越 42) (ὑποβάλλω)偷偷地投出來參讀 (ἀποτίθημι)同義字
出現次數:總共(124);太(35);可(19);路(18);約(17);徒(5);雅(1);約壹(1);啓(28)
譯字彙編:
1) 丟(12) 太3:10; 太5:13; 太7:19; 太13:42; 太13:48; 太13:50; 太15:26; 路3:9; 路12:28; 約15:6; 啓8:7; 啓14:19;
2) 下(8) 太18:30; 路12:58; 路23:25; 約3:24; 徒16:23; 徒16:24; 徒16:37; 啓2:10;
3) 投(7) 太21:21; 可11:23; 可12:41; 路21:1; 路21:2; 路21:4; 約21:7;
4) 扔(7) 可9:22; 可9:42; 約15:6; 啓14:16; 啓14:19; 啓18:21; 啓20:3;
5) 撒(5) 太4:18; 太13:47; 可1:16; 可4:26; 約21:6;
6) 放(4) 太27:6; 約5:7; 約13:2; 啓4:10;
7) 探(4) 可7:33; 約20:25; 約20:25; 約20:27;
8) 被丟(4) 太5:29; 太18:8; 太18:9; 可9:47;
9) 把⋯裝(4) 太9:17; 太9:17; 可2:22; 路5:37;
10) 拈(4) 太27:35; 太27:35; 可15:24; 約19:24;
11) 被扔(4) 啓8:8; 啓19:20; 啓20:10; 啓20:14;
12) 丟掉(4) 太5:29; 太5:30; 太18:8; 太18:9;
13) 所投的(2) 可12:43; 路21:3;
14) 被摔下去(2) 啓12:9; 啓12:9;
15) 都投上了(2) 可12:44; 路21:4;
16) 投入(2) 可12:41; 可12:42;
17) 躺(2) 太8:6; 可7:30;
18) 牠⋯被摔(1) 啓12:13;
19) 必⋯被扔下去(1) 啓18:21;
20) 她⋯澆(1) 太26:12;
21) 投⋯的(1) 可12:43;
22) 將⋯亂丟(1) 太7:6;
23) 他就被扔(1) 啓20:15;
24) 吐出(1) 啓12:15;
25) 他們⋯撒(1) 啓18:19;
26) 吐出來(1) 啓12:16;
27) 可以⋯跳(1) 路4:9;
28) 你⋯下(1) 太5:25;
29) 把⋯丟(1) 路12:49;
30) 就可⋯打(1) 約8:7;
31) 已被摔下去了(1) 啓12:10;
32) 我們⋯放(1) 雅3:3;
33) 收⋯罷(1) 約18:11;
34) 將⋯放(1) 啓2:14;
35) 我⋯丟(1) 啓2:22;
36) 他們⋯丟棄(1) 路14:35;
37) 下⋯的(1) 路23:19;
38) 我⋯放(1) 啓2:24;
39) 他們⋯拈(1) 路23:34;
40) 他們⋯撒下去(1) 約21:6;
41) 拋揚(1) 徒22:23;
42) 垂(1) 太17:27;
43) 放給(1) 太25:27;
44) 餵(1) 可7:27;
45) 落(1) 可9:45;
46) 帶(1) 太10:34;
47) 是帶(1) 太10:34;
48) 可以跳(1) 太4:6;
49) 就丟(1) 太6:30;
50) 躺著(1) 太8:14;
51) 躺著的(1) 太9:2;
52) 投上(1) 可12:44;
53) 加上(1) 路13:8;
54) 除(1) 約壹4:18;
55) 落下(1) 啓6:13;
56) 倒(1) 啓8:5;
57) 摔(1) 啓12:4;
58) 撲衝下來(1) 徒27:14;
59) 他倒(1) 約13:5;
60) 種(1) 路13:19;
61) 被放(1) 路16:20;
62) 打(1) 約8:59;
63) 存入的錢(1) 約12:6;
64) 牠被摔(1) 啓12:9
Mantoulidis Etymological
(=ρίχνω, ἐξακοντίζω). Ἀπό ρίζα βαλ + πρόσφυμα j → βαλ-j-ω → βάλλω. Μέ μετάπτωση → βελ. Μέ ἑτεροίωση βολ καί μέ μετάθεση καί ἔκταση → βλη.
Παράγωγα: βάλανος (=βαλανίδι), βαλάντιον, βαλβίς, βέλος, βελόνη, βολή, ἐμβολή, παραβολή, ἀποβολή, διαβολή, ἀναβολή, ὑποβολή, βολίς (=ἀκόντιο), βόλος, ἐπήβολος, περίβολος, ἰοβόλος, ἀστραπηβόλος, δισκοβόλος, ἐμβόλιον, ἐμβόλιμος, βολεύς, ἀναβολεύς, βλήδην, βλῆμα, ἔμβλημα, πρόβλημα, βλητέον, ὑποβλητέος, βλητός, ἀπόβλητος, ἀνυπέρβλητος, μεταβλητός, ἀμετάβλητος, ἀδιάβλητος (=ἀκατηγόρητος), βλητικός, βλωμός (ἀντί βολμός → κομμάτι ψωμί), βέλεμνον (ποιητ. του βέλος), παλίμβολος (=ἄστατος), πετροβολία, προβλήςῆτος, συμβόλαιον, σύμβολον, τρίβολος, ὑπερβολή, ὑποβολιμαῖος.
Léxico de magia
1 echar, poner gener. ingredientes (ac.) en recipientes (εἰς y ac.) κάνθαρον ἡλιακὸν ... βάλε εἰς ἀγγεῖον ὑελοῦν echa el escarabajo solar en un vaso de cristal P IV 758 P VII 976 βάλε τὸν αὐτὸν καλαβώτην εἰς ἀγγεῖον σιδηροῦν echa la salamanquesa en un recipiente de hierro P LXI 41 P LXI 43 λαβὼν ζμύρναν καὶ λίβανον ἀρσενικὸν βάλε εἰς ποτήριον toma mirra e incienso macho y échalo en una copa P XXXVI 135 P LXI 5 <ταῦτα δίωκε> ἐπὶ φιάλης, εἰς ἣν βαλεῖς ἐλαίου χρηστοῦ κοτ(ύλην) αʹ recita esto sobre una fuente en la que pondrás una cotila de buen aceite P LXII 39 λαβὼν μερίδια τὰ πρῶτα βάλλε εἰς παραψίδιον ναοῦ toma las primeras porciones y échalas en un platillo de un templo P X 2 λαβὼν αὐτὸ κεχαραγμένον βάλε αὐτὸ εἰς γλωσσόκομον καθαρόν toma la lámina grabada y échala en un estuche puro P XIII 1009 λαβὼν λάμναν ... γράφε τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ βάλλε εἰς αὐτὸ γλῶσσαν βατράκου toma una lámina, graba los nombres que siguen y pon en ella una lengua de rana P X 38 λαβὼν κοκκοφαδίου τὴν καρδίαν βάλε εἰς ζμύρναν toma el corazón de una abubilla y échalo en mirra P VII 412 βάλε (τὸν δακτύλιον) εἰς κρίνινον ἔλαιον echa el anillo en aceite de lirio P VII 631 βάλλε δὲ εἰς τὴν φιάλην χόριον κυνός echa en la fuente una placenta de perra P LXII 44 λαβὼν ἀπομύξης ἀπὸ βοὸς μετὰ κριθῶν βάλε εἰς δέρμα ἐλάφιον toma moco de una vaca y échalo con cebada en una piel de ciervo P XXXVI 329 βάλε δὲ ἐκ τῶν ζʹ ἀνθέων ... εἰς τὸ μέλαν echa de las siete flores en la tinta P XIII 432 2 arrojar ὁ δὲ κρίκος καὶ εἰς φρέαρ βάλλεται ἀχρημάτιστον el anillo también se arroja a un pozo que no se use P V 346 βάλε (τὸ πέταλον) εἰς ποταμόν arroja la lámina a un río P VII 420 P VII 437 P VII 463 P VII 469 P VII 470 κυνόδηκτον λίθον βάλε εἰς τὸ μέσον tira una piedra mordida por un perro al medio SM 76 8 βάλε ἔμπροσθεν αὐτοῦ κλῶνας ἐλαίας arroja delante de él ramas de olivo P IV 1229 ἄρας κόπρια ἀπὸ τοῦ τόπου, ὅπου πράσσεις, βάλε ἔσω παρ' αὐτήν tomando estiércol del lugar donde realizas la práctica, arrójalo hacia donde ella está P IV 1397 λαβὼν ἀνφώδευμα κυνὸς βάλε κα<τὰ> τοῦ στροφέως τῆς θύρας αὐτῶν toma excremento de perro y arrójalo en el quicio de sus puertas P XIII 240 P XXXVI 136 βάλλω σε εἰς τὸ πῦρ τὸ καόμενον καὶ ὁρκίζω σε te arrojo al fuego ardiente y te conjuro P IV 1550 βάλε (τοὺς βόλους) ἐν τῷ πυρ<ί> arroja las píldoras al fuego P XXXVI 297 P XXXVI 307 3 introducir, meter, poner dentro en una figura βάλε δὲ ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτοῦ καρδίαν μαγνητίνην en el hueco (de la figura) introduce un corazón de magnetita P IV 3141 en animales λαβὼν βάτραχον ζῶντα βάλε εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ τοὺς ὀρόβους toma una rana viva e introduce en su boca las arvejas P XXXVI 325 ἀναπτύξας βάθρακον φροῦνον βάλε (τὴν λάμναν) εἰς τὴν γαστέραν αὐτοῦ abre en canal un sapo y mete la lámina en su vientre P XXXVI 236 λαβὼν χάρτην καθαρὸν γράφε αἵματι ὀνίῳ τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ τὸ ζῴδιον, καὶ βαλὼν οὐσίαν toma un rollo de papiro limpio, escribe con sangre de asno los nombres siguientes y la figura y pon dentro entidad mágica P XXXVI 73 P XXXVI 369 4 verter líquidos ἐπικαλούμενος εἰς τὸ οὖς σου τὸ δεξιὸν βάλε ὀλίγον al hacer la invocación vierte un poco (de agua) en tu oído derecho P II 40 βάλε ὕδωρ, ἐὰν μὲν τοὺς ἐπουρανίους θεοὺς κλῄζῃ, ζήνιον si vas a invocar a los dioses del cielo, vierte agua de lluvia P IV 224 βαλὼν ἔλαιον εἰς τὸν λύχνον vierte aceite en la lámpara P VII 599 βαλὼν μὲν γάλα, οἶνον, ὕδωρ ἐν καινῷ ἀγγείῳ vierte leche, vino y agua en un recipiente nuevo P XIII 1015 5 sent. fig. hacer un nudo λαβὼν μίτον μέλανα βάλε ἅμματα τξεʹ toma un hilo negro y haz trescientos sesenta y cinco nudos P VII 452 λέγε τὸ ὄνομα <τ>ὸ δίσκου, βαλὼν ἅμμα τοῦ παλλίου σου ἢ τοῦ ἐπικαρσίου pronuncia el nombre del disco solar haciendo un nudo en tu manto o en la capa P XIII 252
Lexicon Thucydideum
ferire, petere, to strike, attack (iaciendo by hurling), 2.4.2, 3.23.1, 3.74.1, 4.33.2, 4.34.1, 4.43.3, 4.48.2, 7.25.6, 7.82.1, 7.83.3. 7.84.1, 7.82.4. 8.75.1,
PASS. 1.63.1, 2.75.5, 4.32.3, 4.34.3, 4.36.3, 4.48.3, 7.79.2, 7.81.4, 8.84.3.