παλίρρυτος

Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ον, = παλίρροος, π. αἷμα flowing in retribution, prob. for πολύρρυτον in S.El.1420(lyr.); π. παγαί, of honey, dub. in Philox.3.8 (μελιρρύτοισι Mein.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(sang) versé par représailles.
Étymologie: πάλιν, ῥύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρρυτος -ον [πάλιν, ῥέω] teruggestroomd; overdr. vergeldend:. παλίρρυτον … αἷμα ter vergelding vergoten bloed Soph. El. 1420.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρῠτος: текущий назад, т. е. мстящий за себя (αἷμα Soph.).

Greek Monolingual

παλίρρυτος και παλίνρυτος, -ον (Α)
παλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αλί-ρρυτος].

Greek Monotonic

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· εκδικητικός, σε διάσταση, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον».

Middle Liddell

πᾰλίρ-ρῠτος, ον, = παλίρρους;]
in retribution, Soph.

German (Pape)

παλίρροος, παγαί, Philoxen. bei Ath. XIV.643b.