σκοτοδινία

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, dizziness, vertigo, Hp.VM10, Coac.157, Morb.2.4, Pl.Sph.264 c.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, Schwindel, wobei es Einem finster und drehend vor den Augen wird; Plat. Soph. 264 c; καὶ ἴλιγγος, Legg. X, 892 e; Medic.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοτοδῑνία -ας, ἡ Ion. σκοτοδινίη [σκότος, δίνη] duizeligheid, duizeling.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοδῑνία:головокружение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοδῑνία: Ἰων. -ίη, ἡ, «ζάλη», σκοτασμός, σκότισις τοῦ ἐγκεφάλου, vertigo, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 11., 144Α, 463. 3, Πλάτ. Σοφ. 264C· πρβλ. ἴλιγγος.

English (Woodhouse)

dizziness

Mantoulidis Etymological

(=ἴλιγγος, ζάλη). Ἀπό τό σκοτοδινιάω = σκοτοδινέωσκότος + δῖνος (=στρόβιλος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις δίνηδῖνος καί στό σκοτεινός.