σύννους
English (LSJ)
-ουν, Attic contr. for σύννοος.
German (Pape)
[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύννοος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῦτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].
Russian (Dvoretsky)
σύννους: стяж. = σύννοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.
Middle Liddell
σύν-νους, ουν,
1. in deep thought, thoughtful, Isocr.
2. thoughtful, circumspect, Arist.