μελίσπονδα

Revision as of 11:14, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, drink offerings of honey, μελίσπονδα θύειν Plu.2.464c, 672b, cf. Porph. Abst.2.20.

German (Pape)

[Seite 123] τά, sc. ἱερά, Spende, Trankopfer aus Honig, νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν, Plut. coh. ira E. u. Symp. 4, 6 E.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifices où l'on fait des libations de miel.
Étymologie: μέλι, σπένδω.

Russian (Dvoretsky)

μελίσπονδα: τά (sc. ἱερά) возлияние медом (μ. θύειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίσπονδα: (ἐξυπ. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐκ μέλιτος, μελίσπονδα θύειν Πλούτ. 2. 464C, 672B· πρβλ. ἐλαιόσπονδα, οἰνόσπονδα.

Greek Monolingual

μελίσπονδα, τὰ (Α)
χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῖν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)].