βαρύκομπος

Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

German (Pape)

λέοντες, dumpf brüllend, Pind. P. 5.57.

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.