λοπαδαρπαγίδης

Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, dishsnatcher, Epigr. ap. Hegesand.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui pille les plats, goinfre.
Étymologie: λοπάς, ἁρπάζω.

German (Pape)

ὁ, auch von einem Schmarotzer od. Philosophen, Schüsselräuber (ἁρπάζω), Ep.adesp. 110 (APP 288).

Russian (Dvoretsky)

λοπᾰδαρπᾰγίδης: ου ὁ ирон. блюдохвататель, т. е. обжора Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ, ὁ ἁρπάζων τὰς (πλήρεις φαγητοῦ) λοπάδας, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 288.

Greek Monotonic

λοπᾰδαρπᾰγίδης: -ου, ὁ (ἁρπάζω), αυτός που αρπάζει τα (γεμάτα φαγητό) πιάτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοπᾰδ-αρπᾰγίδης, ου, ὁ, ἁρπάζω
dish-snatcher, Anth.