κρατησιβίας

Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ὁ, = κραταίβιος, Pi.Fr.16.

German (Pape)

von gewaltiger Kraft, ῥωμαλέος, Pind. bei Eust. proœm. p. 7.

Russian (Dvoretsky)

κρᾱτησῐβίᾱς: adj. m побеждающий (своей) силой, т. е. могучий Pind.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτησιβίας: ὁ, ῥωμαλέος, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 18, ἴδε ἐν λέξ. κραταίβιος.

English (Slater)

κρατησιβίας victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.

Greek Monolingual

κρατησιβίας, ὁ (Α)
ρωμαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < κρατησι- (< κρατῶ) + -βίας (< βία), πρβλ. ευρυβίας, υψιβίας].